Ο Ματ, καθισμένος στο κρεβάτι του, έβγαλε την μπότα του με μια απότομη κίνηση και την πέταξε στο φθαρμένο χαλάκι που του δώσει η Κυρά Ντήλβιν. «Το ξέρω», είπε ξινά, κι έκανε μια παύση για να τρίψει τον αστράγαλό του, τον οποίο είχε χτυπήσει στον στύλο του κρεβατιού. «Μαζί καταστρώσαμε αυτό το παλιοσχέδιο, αν θυμάσαι».
«Ματ, πώς καταλαβαίνεις ότι είσαι ερωτευμένος με μια γυναίκα;» Ο Ραντ δεν σταμάτησε να βηματίζει, και το ξεστόμισε σαν να ήταν φυσική συνέχεια όσων έλεγε.
Ο Ματ βλεφάρισε. «Πώς, στο Χάσμα του Χαμού, θες να ξέρω; Τέτοιο δόκανο ποτέ δεν άρπαξε το πόδι μου. Τι σου ήρθε να ρωτήσεις;»
Ο Ραντ, όμως, απλώς σήκωσε τους ώμους σαν να αποτίναζε κάτι. «Θα αποτελειώσω τον Σαμαήλ, Ματ. Το υποσχέθηκα· το χρωστώ στους νεκρούς. Μα πού είναι οι άλλοι; Πρέπει να τους αποτελειώσω όλους».
«Τον καθένα με τη σειρά του, όμως». Κατάφερε να το πει αποφαντικά, όχι ερωτηματικά· κανείς δεν ήξερε τι σκέψεις μπορεί να έβαζε ο Ραντ στο νου του αυτό τον καιρό.
«Υπάρχουν Δρακορκισμένοι στο Μουράντυ, Ματ. Επίσης και στην Αλτάρα. Άνθρωποι που ορκίστηκαν σε μένα. Όταν το Ίλιαν καταλήξει στα χέρια μου, η Αλτάρα και το Μουράντυ θα πέσουν σαν ώριμα δαμάσκηνα. Θα έρθω σε επαφή με τους Δρακορκισμένους στο Τάραμπον —και στο Άραντ Ντόμαν— κι αν οι Λευκομανδίτες με εμποδίσουν να μπω στην Αμαδισία, θα τους συντρίψω. Ο Προφήτης έχει προετοιμάσει το έδαφος στη Γκεάλνταν, εν μέρει και στην Αμαδισία, απ’ ό,τι μαθαίνω. Μα φαντάζεσαι τον Μασέμα Προφήτη; Η Σαλδαία θα έρθει με το μέρος μου· ο Μπασίρε είναι βέβαιος γι’ αυτό. Όλες οι Μεθόριες θα έρθουν μαζί μου. Πρέπει! Θα το κάνω, Ματ. Όλες οι χώρες θα ενωθούν πριν από την Τελευταία Μάχη. Θα το κάνω!» είπε με πυρετώδη φωνή.
«Και βέβαια, Ραντ», είπε αργά ο Ματ, αφήνοντας την άλλη μπότα πλάι στην πρώτη. «Όμως το κάθε τι με σειρά του, ε;»
«Κανείς δεν θα ’πρεπε να έχει στο μυαλό του τη φωνή ενός άλλον», μουρμούρισε ο Ραντ, και τα χέρια του Ματ πάγωσαν εκεί που έκανε να βγάλει μια μάλλινη κάλτσα. Κατά έναν παράξενο τρόπο, βρέθηκε να αναρωτιέται αν αυτό το ζευγάρι θα άντεχε να φορεθεί ακόμα μια μέρα. Ο Ραντ κάτι ήξερε για εκείνο που είχε συμβεί μέσα στο τερ’ανγκριάλ στο Ρουίντιαν —αν μη τι άλλο, ήξερε ότι ο Ματ με κάποιον τρόπο είχε αποκτήσει στρατιωτικές γνώσεις— αλλά δεν τα ήξερε όλα. Δεν ήξερε τα πάντα, δεν ήξερε για τις αναμνήσεις εκείνων των άλλων. Τώρα ο Ραντ δεν έδειξε να προσέχει τίποτα το ασυνήθιστο. Απλώς πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και συνέχισε να μιλά. «Μπορεί να τον παραπλανήσει κάποιος, Ματ —οι σκέψεις του Σαμαήλ πάντα ακολουθούν ευθείες γραμμές— αλλά μήπως υπάρχει κανένα παραθυράκι απ’ όπου θα μπορεί να ξεγλιστρήσει; Αν υπάρχει το παραμικρό λάθος, θα πεθάνουν χιλιάδες. Δεκάδες χιλιάδες. Ούτως ή άλλως θα σκοτωθούν εκατοντάδες, δεν θέλω να γίνουν χιλιάδες».
Ο Ματ έκανε μια άγρια γκριμάτσα, κι ένας πλανόδιος σχεδόν έριξε κάτω το μαχαίρι που προσπαθούσε να του πουλήσει, ένα εγχειρίδιο με τη λαβή μισοκαλυμμένη από πολύχρωμα γυάλινα «πετράδια», και κρύφτηκε στο πλήθος. Όλο έτσι έκανε ο Ραντ, πηδούσε από την εισβολή του Ίλιαν στους Αποδιωγμένους και στις γυναίκες —μα το Φως, αφού ο Ραντ ήταν εκείνος που είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες, ο Ραντ κι επίσης ο Πέριν— κι από την Τελευταία Μάχη στις Κόρες της Λόγχης και σε πράγματα που ο Ματ σχεδόν δεν καταλάβαινε, ακούγοντας σπανίως τις απαντήσεις του Ματ, μερικές φορές χωρίς καν να περιμένει γι’ αυτές. Ήταν ανησυχητικό να ακούει τον Ραντ να μιλά για τον Σαμαήλ σαν να τον γνώριζε προσωπικά. Ο Ματ ήξερε ότι ο Ραντ τελικά θα τρελαινόταν, αλλά αν η τρέλα είχε ήδη αρχίσει να τον τυλίγει...
Και τι θα απογίνονταν οι άλλοι, οι βλάκες που ήθελαν να διαβιβάζουν, τους οποίους μάζευε ο Ραντ, κι ο Τάιμ, που ήδη διαβίβαζε; Ο Ραντ το είχε αναφέρει έτσι απλά· ο Μάζριμ Τάιμ, ο ψεύτικος Δράκοντας, που δίδασκε τους μαθητές του Ραντ ή ό,τι ήταν αυτοί τέλος πάντως. Όταν θα άρχιζαν όλοι να τρελαίνονται, ο Ματ ήθελε να βρίσκεται πολύ μακριά τους.
Αλλά όριζε τη μοίρα του όσο κι ένα φύλλο σε ανεμοστρόβιλο. Μπορεί να ήταν κι οι δύο τα’βίρεν, όμως ο Ραντ ήταν ισχυρότερος. Οι Προφητείες του Δράκοντα δεν έλεγαν λέξη για τον Ματ Κώθον, όμως τώρα ήταν παγιδευμένος. Μα το Φως, ευχόταν να μην είχε δει ποτέ στα μάτια του το Κέρας του Βαλίρ.
Κι έτσι, με σκοτενιασμένη έκφραση, συνέχισε την περιπολία στις επόμενες δώδεκα ταβέρνες και κοινές αίθουσες, διαγράφοντας κυκλική πορεία από το Χρυσό Ελάφι. Ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες με τις πρώτες: στενά τραπέζια, γεμάτα άνδρες που έπιναν κι έπαιζαν ζάρια ή διαγωνίζονταν στη χειροπάλη· οι μουσικοί συχνά δεν ακούγονταν μέσα στο νταβαντούρι οι Κοκκινόχεροι κατέπνιγαν τους καυγάδες μόλις ξεσπούσαν, ενώ σε ένα καπηλειό ένας βάρδος απήγγελλε το Μεγάλο Κυνήγι —αυτό ήταν δημοφιλές ακόμα και χωρίς τους Κυνηγούς τριγύρω— και σ’ ένα άλλο μια κοντή γυναίκα με καστανόξανθο μαλλί τραγουδούσε έναν κάπως τολμηρό σκοπό, ο οποίος γινόταν ακόμα πιο τολμηρός με την αφέλεια και την αθωότητα που έδειχνε το στρογγυλό πρόσωπό της.