Ήταν ακόμα κακόκεφος φεύγοντας από το Ασημένιο Κέρας —τι χαζό όνομα!— και την τραγουδίστρια με το αθώο πρόσωπο. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που τον έκανε να πάει τρέχοντας όταν άκουσε φωνές να ξεσπούν πιο πέρα στο δρόμο μπροστά σε ένα άλλο πανδοχείο. Αν είχαν ανάμιξη τίποτα στρατιώτες, θα το αναλάμβαναν οι Κοκκινόχεροι, όμως ο Ματ άνοιξε δρόμο στο στριμωγμένο πλήθος. Από τη μια, ο Ραντ τρελαινόταν και τον άφηνε εκτεθειμένο. Από την άλλη, ο Τάιμ κι οι υπόλοιποι βλάκες ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν τον Ραντ στην τρέλα. Ο Σαμαήλ περίμενε στο Ίλιαν, κι όσο για τους υπόλοιπους Αποδιωγμένους, μονάχα το Φως ήξερε πού ήταν αυτοί, και σίγουρα έψαχναν μια ευκαιρία να κόψουν το κεφάλι του Ματ Κώθον. Άσε πια τι θα του έκαναν οι Άες Σεντάι αν ξανάπεφτε στα χέρια τους: Κι επιπλέον όλοι νόμιζαν ότι θα πήγαινε να γίνει ήρωας! Όταν δεν κατόρθωνε να το αποφύγει έναν καυγά, συνήθως προσπαθούσε να γλιτώσει με τη συζήτηση, όμως τώρα έψαχνε μια πρόφαση για να ρίξει μπουνιά στη μύτη κάποιου. Αλλά αυτό που βρήκε δεν ήταν αυτό που περίμενε.
Ένα πλήθος αποτελούμενο από ανθρώπους της πόλης —κοντοί Καιρχινοί με σχεδόν πένθιμες ενδυμασίες κι αραιά ανάμεσά τους ψηλοί Αντορίτες με πολύχρωμα ρούχα— είχαν κυκλώσει σιωπηλά δύο ψηλούς, λιπόσαρκους άνδρες που είχαν τσιγκελωτά μουστάκια, μακριά Μουραντιανά σακάκια από γυαλιστερό μετάξι και σπαθιά με περίτεχνα επιχρυσωμένα κιγιόν και σφαιρώματα στις λαβές. Ο ένας, που φορούσε κόκκινο σακάκι, κοίταζε γελαστός τον άλλο με το κίτρινο, ο οποίος είχε αρπάξει από τον γιακά ένα αγοράκι, που μετά βίας έφτανε στη μέση του Ματ, και το τράνταζε σαν σκυλί που έχει πιάσει ποντίκι.
Ο Ματ κράτησε την ψυχραιμία του· σκέφτηκε ότι δεν ήξερε πώς είχε ξεκινήσει το περιστατικό. «Μη το κουνάς έτσι το παιδί», είπε, απλώνοντας το χέρι στο μπράτσο εκείνου που φορούσε το κίτρινο σακάκι. «Τι έκανε που δικαιολογεί—»
«Ακούμπησε το άλογό μου!» είπε απότομα ο άνδρας με Μιντιανή προφορά, τινάζοντας το χέρι του Ματ. Οι Μινταίοι επαίρονταν —επαίρονταν!— ότι είχαν τον πιο οξύθυμο χαρακτήρα απ’ όλους στο Μουράντυ. «Θα του σπάσω τον κοκαλιάρικο λαιμό αυτού του χωριατόπαιδου! Θα του στρίψω το—!»
Δίχως άλλη λέξη, ο Ματ ύψωσε απότομα τη βάση της λόγχης του, ίσια ανάμεσα στα πόδια του άλλου. Ο Μουραντιανός άνοιξε το στόμα, αλλά δεν βγήκε ήχος. Τα μάτια του γύρισαν, ώσπου έδειχναν σχεδόν μόνο ασπράδι. Το αγόρι χίμηξε να φύγει αμέσως μόλις ο άλλος λύγισε τα πόδια κι έπεσε στα τέσσερα εκεί στο δρόμο. «Όχι, δεν φεύγεις», είπε ο Ματ.
Όμως φυσικά, δεν ήταν αυτό το τέλος· ο άλλος με το κόκκινο σακάκι έπιασε το σπαθί του. Κατάφερε να γυμνώσει έναν πόντο λεπίδας προτού ο Ματ του χτυπήσει απότομα το χέρι με τη βάση της λόγχης του. Ο άλλος μούγκρισε κι άφησε τη λαβή, όμως με το άλλο χέρι έκανε να πιάσει το εγχειρίδιο με τη μακριά λεπίδα που είχε στη ζώνη. Ο Ματ του έριξε αμέσως μία πάνω από τ’ αυτί· δεν τον είχε χτυπήσει δυνατά, όμως εκείνος σωριάστηκε πάνω στον άλλο. Ο βλάκας! Ο Ματ δεν ήξερε αν εννοούσε τον άνδρα με το κόκκινο σακάκι ή αν το έλεγε για τον εαυτό του.
Έξι Κοκκινόχεροι είχαν τελικά ανοίξει δρόμο ανάμεσα στους θεατές· ήταν Δακρυνοί καβαλάρηδες που βάδιζαν αδέξια με μπότες που έφταναν ως το γόνατο, ενώ τα περιβραχιόνια σφιχταγκάλιαζαν τα φαρδιά χρυσόμαυρα μανίκια τους. Ο Εντόριον είχε πιάσει το αγόρι, ένα κοκαλιάρικο μουτρωμένο παιδάκι έξι περίπου χρόνων, το οποίο έχωνε τα δάχτυλα των γυμνών ποδιών του στη σκόνη και δοκίμαζε πού και που να τραβηχτεί από τη λαβή του Εντόριον. Ήταν ίσως το πιο άσχημο παιδί που είχε δει ο Ματ· είχε πλακουτσωτή μύτη, στόμα υπερβολικά πλατύ για το πρόσωπό του κι αυτιά πελώρια και πεταχτά. Οι τρύπες στο σακάκι και το παντελόνι του έδειχναν ότι ήταν προσφυγόπουλο. Φαινόταν εξαθλιωμένο.
«Για βάλε τάξη εδώ πέρα, Χάρναν», είπε ο Ματ. Ο Χάρναν ήταν ένας Κοκκινόχερος με χοντρό πηγούνι, ένας αρχηγός αποσπάσματος με μονίμως στενοχωρημένη έκφραση και το άτεχνο τατουάζ ενός γερακιού στο αριστερό μάγουλο. Η μόδα έμοιαζε να εξαπλώνεται στην Ομάδα, όμως οι περισσότεροι αρκούνταν να κάνουν τατουάζ σε μέρη του σώματός τους που συνήθως ήταν καλυμμένα. «Βρες γιατί έγιναν όλα αυτά κι ύστερα διώξε αυτούς τους παλιανθρώπους από την πόλη». Το άξιζαν, όποια κι αν ήταν η πρόκληση που είχαν δεχθεί.