Выбрать главу

Ένας κοκαλιάρης με Μουραντιανό σακάκι από σκούρο μαλλί βγήκε ανάμεσα από τους θεατές κι έπεσε στα γόνατα, πλάι στους δύο που ήταν σωριασμένοι στο χώμα. Εκείνος με το κίτρινο σακάκι είχε αρχίσει να βγάζει πνιχτά μουγκρητά, κι ο άλλος με το κόκκινο έσφιγγε το κεφάλι και μουρμούριζε κάτι που πρέπει να ήταν βλαστήμιες. Ο νεοφερμένος έκανε πιο πολλή φασαρία κι από τους δύο άλλους μαζί. «Αχ, άρχοντές μου! Άρχοντα Πηρς! Άρχοντα Κάλεν! Σκοτωθήκατε;» Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια του προς τον Ματ. «Μη τους σκοτώσεις, Άρχοντά μου! Είναι ανήμποροι τώρα. Είναι Κυνηγοί του Κέρατος, Άρχοντά μου. Είμαι ο υπηρέτες τους, ο Πάντρυ. Είναι ήρωες, Άρχοντά μου».

«Δεν σκοτώνω κανέναν», τον διέκοψε αηδιασμένος ο Ματ. «Αλλά κοίτα ως το ηλιοβασίλεμα να έχουν ανέβει στα άλογα και να έχουν φύγει από το Μάερον. Δεν μ’ αρέσουν οι μεγάλοι άνδρες που απειλούν να σπάσουν τον λαιμό ενός παιδιού. Ως το ηλιοβασίλεμα!»

«Μα Άρχοντά μου, είναι τραυματισμένοι. Ένα χωριατόπουλο ήταν και τίποτα παραπάνω, και κακοποιούσε το άλογο του Άρχοντα Πηρς».

«Μόνο που το καβαλίκεψα», ξέσπασε το αγόρι. «Δεν έκανα — αυτό που είπες».

Ο Ματ ένευσε βλοσυρά. «Δεν σπάμε το λαιμό παιδιών μόνο και μόνο επειδή ανέβηκαν σ’ ένα άλογο, Πάντρυ. Ακόμα κι αν είναι χωριατόπαιδα. Φρόντισε να φύγουν αυτοί οι δύο, αλλιώς θα σπάσω τους δικούς τους λαιμούς». Έκανε νόημα στον Χάρναν, ο οποίος ένευσε κοφτά στους άλλους Κοκκινόχερους —οι αρχηγοί αποσπάσματος, όπως κι οι σημαιοφόροι, δεν έκαναν ποτέ κάτι οι ίδιοι— κι εκείνοι άρπαξαν με βίαιες κινήσεις τον Πηρς και τον Κάλεν και τους έσπρωξαν να φύγουν με βογκητά· ο Πάντρυ τους πήρε στο κατόπι, ενώ έτριβε νευρικά τα χέρια και διαμαρτυρόταν πως οι αφέντες του δεν ήταν σε κατάσταση να ταξιδέψουν με άλογο, και πως ήταν Κυνηγοί του Κέρατος κι ήρωες.

Ο Ματ συνειδητοποίησε ότι ο Εντόριον ακόμα κρατούσε από το μπράτσο τον υπαίτιο της αναταραχής. Οι Κοκκινόχεροι είχαν φύγει κι οι θεατές σκόρπιζαν. Κανένας δεν έριξε δεύτερη ματιά στο αγόρι· είχαν να φροντίσουν τα δικά τους παιδιά, κι αυτό δεν ήταν εύκολο πράγμα. Ο Ματ άφησε την ανάσα του να βγει βαριά. «Μικρέ, δεν καταλαβαίνεις ότι μπορεί να πάθεις κακό ακόμα κι αν “μόνο καβαλικέψεις” ξένο άλογο; Σίγουρα ένας τέτοιος άνθρωπος έχει άλογο που θα μπορούσε να τσαλαπατήσει ένα αγοράκι μέσα στο στάβλο του χωρίς να καταλάβει κανείς ότι είχε τρυπώσει καν εκεί».

«Μουνούχι». Το αγόρι δοκίμασε άλλη μια φορά τη λαβή του Εντόριον, και συννέφιασε ανακαλύπτοντας ότι ήταν εξίσου σταθερή. «Ήταν μουνούχι και δεν θα μου έκανε κακό. Τα άλογα με συμπαθούν. Δεν είμαι αγοράκι· είμαι εννιά χρόνων. Και το όνομά μου είναι Όλβερ, όχι μικρός».

«Όλβερ, ε;» Εννιά χρόνων; Μπορεί και να ήταν. Ο Ματ δεν μπορούσε να καταλάβει, ειδικά για τα παιδιά των Καιρχινών. «Λοιπόν, Όλβερ, πού είναι ο πατέρας κι η μητέρα σου;» Κοίταξε τριγύρω, αλλά οι πρόσφυγες που έβλεπε προσπερνούσαν βιαστικά σαν τους ντόπιους. «Πού είναι, Όλβερ; Πρέπει να σε πάω πίσω».

Αντί να απαντήσει ο Όλβερ, δάγκωσε το χείλος του. Ένα δάκρυ κύλησε από ένα μάτι, και το σκούπισε θυμωμένα. «Οι Αελίτες σκότωσαν τον μπαμπά μου. Ένας από κείνους, πώς τους λένε... Σάντο. Η μαμά είπε ότι θα πάμε στο Άντορ. Είπε ότι θα πηγαίναμε να ζήσουμε σε ένα αγρόκτημα. Με άλογα».

«Πού είναι τώρα;» ρώτησε μαλακά ο Ματ,

«Αρρώστησε. Την — την έθαψα κάπου που είχε λουλούδια». Ξαφνικά ο Όλβερ κλώτσησε τον Εντόριον κι άρχισε να σπαρταρά στη λαβή του. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. «Άσε με. Δεν χρειάζομαι κανένας να με προσέχει. Άσε με».

«Πρόσεχε τον μέχρι να βρούμε κάποιον», είπε ο Ματ στον Εντόριον, ο οποίος έμεινε με το στόμα να χάσκει, ενώ επίσης προσπαθούσε να αποκρούσει τα χτυπήματα του αγοριού, αλλά και να το κρατήσει για να μη φύγει.

«Εγώ; Τι να το κάνω αυτό το ποντικάκι που κάνει τη λεοπάρδαλη;»

«Για αρχή, δώσε του ένα πιάτο φαΐ». Ο Ματ σούφρωσε τη μύτη του· κρίνοντας από τη μυρωδιά, ο Όλβερ είχε περάσει αρκετό διάστημα στο παχνί εκείνου του μουνουχιού. «Και βάλε το να κάνει μπάνιο. Ζέχνει».

«Μίλα σε μένα», φώναξε ο Όλβερ, τρίβοντας το πρόσωπό του. Τα δάκρυα έκαναν τη σκόνη να απλωθεί παντού. «Μίλα σε μένα, όταν μιλάς για μένα!»

Ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια και μετά έσκυψε. «Με συγχωρείς, Όλβερ. Κι εμένα δεν μου άρεσε όταν μου έκαναν το ίδιο πράγμα. Να σου πω τώρα τι θα γίνει. Μυρίζεις άσχημα, γι’ αυτό ο Εντόριον, αυτός δίπλα μου, θα σε πάρει στο Χρυσό Ελάφι, κι εκεί η Κυρά Ντήλβιν θα σε αφήσει να κάνεις μπάνιο». Ο Όλβερ κατσούφιασε ακόμα πιο πολύ. «Αν σου πει τίποτα, πες της ότι είπα ότι μπορείς να κάνεις μπάνιο. Δεν μπορεί να σε εμποδίσει». Ο Ματ είδε τον Όλβερ να του ρίχνει μια απότομη ματιά και του ήρθε να χαμογελάσει αλλά συγκρατήθηκε· θα τα χαλούσε όλα. Μπορεί του Όλβερ να μη του άρεσε η ιδέα ότι θα έκανε μπάνιο, αλλά αν κάποιος τον εμπόδιζε... «Κάνε, λοιπόν, ό,τι σου πει ο Εντόριον. Είναι αληθινός Δακρυνός άρχοντας και θα βρει να φας ένα ωραίο ζεστό φαγάκι, και να φορέσεις ρούχα που να μην έχουν τρύπες. Και παπούτσια». Καλύτερα να μην πρόσθετε, «Και κάποιον να σε προσέχει». Η Κυρά Ντήλβιν θα το αναλάμβανε αυτό· λίγο χρυσάφι θα έκαμπτε τις αντιρρήσεις της.