Выбрать главу

«Δεν μ’ αρέσουν οι Δακρυνοί», είπε χαμηλόφωνα ο Όλβερ, κοιτώντας με σμιγμένα φρύδια πρώτα τον Εντόριον κι ύστερα τον Ματ. Ο Εντόριον είχε κλείσει τα μάτια και κάτι μουρμούριζε. «Είναι αληθινός άρχοντας; Είσαι κι εσύ άρχοντας;»

Προτού ο Ματ μπορέσει να ανοίξει το στόμα του, ο Εστέαν ήρθε τρέχοντας από το πλήθος, με το παχουλό πρόσωπό του κατακόκκινο και κάθιδρο. Ο λακουβιασμένος θώρακάς του διατηρούσε ελάχιστα υπολείμματα του πρότερου χρυσοποίκιλτου θάμβους του, κι οι κόκκινες σατινένιες ρίγες στα κίτρινα μανίκια του σακακιού του ήταν φθαρμένες. Δεν έδειχνε να είναι ο γιος του πλουσιότερου άρχοντα στο Δάκρυ. Αλλά ούτε και πριν το έδειχνε. «Ματ», είπε ξέπνοα, περνώντας τα δάχτυλά του από τα κολλημένα μαλλιά του που έπεφταν στο μέτωπο. «Ματ... Στο ποτάμι...»

«Τι;» τον διέκοψε εκνευρισμένος ο Ματ. Θα έβαζε να κεντήσουν στα σακάκια του τη φράση «Δεν είμαι άρχοντας, που να πάρει». «Ο Σαμαήλ; Οι Σάιντο; Οι Φρουροί της Βασίλισσας; Τα Λευκά Λιοντάρια; Τι είναι;»

«Ένα πλοίο, Ματ», είπε λαχανιασμένος ο Εστέαν, σιάζοντας τα μαλλιά του. «Ένα μεγάλο πλοίο. Νομίζω είναι οι Θαλασσινοί».

Κάτι τέτοιο ήταν απίθανο· οι Άθα’αν Μιέρε ποτέ δεν απομακρύνονταν από το ανοιχτό πέλαγος παρά μόνο ως το κοντινότερο λιμάνι. Αν και... Δεν υπήρχαν πολλά χωριά κατά μήκος του Ερινίν προς τον Νότο, κι οι προμήθειες που μετέφεραν οι άμαξες θα λιγόστευαν προτού η Ομάδα φτάσει στο Δάκρυ. Ο Ματ είχε ήδη ναυλώσει ποταμόπλοια για να ακολουθούν παράλληλη πορεία με τον προελαύνοντα στρατό του, όμως θα του ήταν πολύ χρήσιμο ένα μεγάλο σκάφος.

«Φρόντισε τον Όλβερ, Εντόριον», είπε, χωρίς να δώσει σημασία στην γκριμάτσα του άλλου. «Εστέαν, δείξε μου το πλοίο που λες». Ο Εστέαν ένευσε με ενθουσιασμό και θα ξανάρχιζε να τρέχει, αν ο Ματ δεν τον έπιανε από το μπράτσο για να του κόψει τη φόρα. Ο Εστέαν ήταν πάντα ενθουσιασμένος, και μάθαινε αργά· αυτός ο συνδυασμός ήταν ο λόγος που είχε πέντε μελανιές από τη βέργα της Κυράς Ντήλβιν.

Οι πρόσφυγες πλήθαιναν καθώς ο Ματ πλησίαζε το ποτάμι· άλλοι κατέβαιναν κι άλλοι επέστρεφαν σαν σε λήθαργο. Υπήρχαν έξι περάματα με πλατύ σκαρί δεμένα στις μακριές προβλήτες με τα πισσωμένα υποστυλώματα, όμως τα κουπιά είχαν αφαιρεθεί και πουθενά δεν φαινόταν οι ναύτες τους. Τα μόνα πλοία όπου υπήρχαν ίχνη δραστηριότητας, ήταν έξι ποταμόπλοια, ανθεκτικά μονοκάταρτα ή δικάταρτα σκάφη που είχαν αγκυροβολήσει για λίγο καθώς ταξίδευαν ανάντη ή κατάντη του ποταμού. Στα πλοία που είχε ναυλώσει ο Ματ, οι ναύτες δεν είχαν πολλά να κάνουν· τα αμπάρια τους ήταν γεμάτα κι οι καπετάνιοι τον διαβεβαίωναν ότι θα σάλπαραν ευθύς μόλις τους έστελνε μήνυμα. Υπήρχαν πλοία που ταξίδευαν στον Ερινίν, σκάφη που έπλεαν βαριά με χοντρές καρίνες και τετράγωνα πανιά, άλλα με γοργό, στενό σκαρί και τρίγωνα πανιά, αλλά τίποτα δεν περνούσε μεταξύ του Μάερον και του περιτειχισμένου Αρινγκίλ, όπου ανέμιζε το Λευκό Λιοντάρι του Αντορ.

Εκείνο το λάβαρο κάποτε υψωνόταν πάνω από το Μάερον επίσης, κι οι Αντορίτες στρατιώτες που φύλαγαν την πόλη δεν ήθελαν να αφήσουν την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού να μπει μέσα. Μπορεί ο Ραντ να είχε καταλάβει το Κάεμλυν, όμως η εξουσία του δεν έφτανε ως τους Φρουρούς της Βασίλισσας εδώ, ούτε και στις μονάδες που είχε συγκεντρώσει ο Γκάεμπριλ, όπως τα Λευκά Λιοντάρια. Τα Λευκά Λιοντάρια τώρα βρίσκονταν κάπου στα ανατολικά —ή τουλάχιστον προς εκείνη την κατεύθυνση είχαν διαφύγει, κι υπήρχαν πλήθος φήμες για επιδρομείς που ίσως αφορούσαν στα έργα τους— όμως οι υπόλοιποι είχαν περάσει το ποτάμι μετά από έντονες αψιμαχίες με την Ομάδα. Από τότε, τίποτα άλλο δεν είχε διασχίσει τον Ερινίν.

Ο Ματ, όμως, εκείνη τη στιγμή, είχε μάτια μονάχα για ένα πλοίο που ήταν αγκυροβολημένο στο κέντρο του φαρδιού ποταμού. Ήταν πράγματι σκάφος των Θαλασσινών, πιο μακρύ από τα ποταμόπλοια αλλά και κομψότατο, με δυο κατάρτια με κλίση προς τα πίσω. Μελαψές μορφές σκαρφάλωναν στα ξάρτια, κάποιες γυμνόστηθες με φαρδιά παντελόνια που έμοιαζαν μαύρα από τόση απόσταση, άλλες φορώντας πολύχρωμες μπλούζες, κάτι που σήμαινε πως ήταν γυναίκες. Σχεδόν το μισό πλήρωμα θα το αποτελούσαν γυναίκες. Τα μεγάλα τετράγωνα ιστία ήταν ανεβασμένα στους σφηκίσκους, αλλά κρέμονταν χαλαρά διπλωμένα, έτοιμα να κατέβουν μέσα σε μια στιγμή.