Выбрать главу

«Βρες μου βάρκα», είπε στον Εστέαν. «Και μερικούς κωπηλάτες». Αυτές τις λεπτομέρειες έπρεπε να τις θυμίζει στον Εστέαν. Ο Δακρυνός τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, περνώντας τα δάχτυλα από τα μαλλιά του. «Βιάσου, άνθρωπε μου!» Ο Εστέαν ένευσε σπασμωδικά κι έφυγε τροχάδην.

Καθώς ο Ματ περπατούσε προς την άκρη της κοντινότερης προβλήτας, έγειρε τη λόγχη στον ώμο του κι έβγαλε το κιάλι από την τσέπη του σακακιού του. Όταν έβαλε στο μάτι τον σωλήνα με την επένδυση από μπρούντζο, το πλοίο φάνηκε να χιμά κοντά του. Οι Θαλασσινοί έδειχναν σαν να περίμεναν κάτι, μα τι να ήταν άραγε; Κάποιοι έριχναν ματιές στο Μάερον, όμως οι περισσότεροι κοίταζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπου επίσης κοίταζαν όσοι βρίσκονταν στο υπερυψωμένο σκεπαστό της πρύμνης· σ’ εκείνο το τμήμα του πλοίου πρέπει να ήταν η Κυρά των Πανιών με τους άλλους αξιωματικούς του πλοίου. Έστριψε το κιάλι στην απέναντι όχθη του ποταμού, προσπερνώντας με το βλέμμα μια στενή, μακριά βάρκα με μελαψούς άνδρες στα κουπιά, η οποία έτρεχε να φτάσει το πλοίο.

Επικρατούσε κάποια αναταραχή σε μια από τις μακριές προβλήτες του Αρινγκίλ, που ήταν σχεδόν ολόιδιες με τις προβλήτες του Μάερον. Τα κόκκινα σακάκια με τους λευκούς γιακάδες κι οι στιλβωμένοι θώρακες έδειχναν ότι εκεί υπήρχαν Φρουροί της Βασίλισσας, οι οποίοι προφανώς είχαν πάει να συναντήσουν μια ομάδα που είχε καταφθάσει από το πλοίο. Αυτό που έκανε τον Ματ να σφυρίξει χαμηλόφωνα, ήταν ότι ανάμεσα στους νεοαφιχθέντες υπήρχαν δύο κόκκινες ομπρέλες με κρόσσια, που η μια ήταν διώροφη. Φορές-φορές, αυτές οι παλιές αναμνήσεις του έρχονταν πολύ βολικές· η διώροφη ομπρέλα έδειχνε Κυρά των Κυμάτων της φατρίας, η απλή έδειχνε τον Άρχοντα του Ξίφους της.

«Βρήκα βάρκα, Ματ», ανακοίνωσε ο Εστέαν με κομμένη την ανάσα πάνω από τον ώμο του. «Και μερικούς κωπηλάτες».

Ο Ματ ξανάστρεψε το κιάλι προς το πλοίο. Οι δουλειές που έκαναν στο κατάστρωμα έδειχναν ότι ανέβαζαν τη βάρκα από την άλλη μεριά, όμως την ίδια στιγμή κάποιοι άνδρες στο βαρούλκο ανέβαζαν την άγκυρα, ενώ άλλοι κατέβαζαν τα πανιά. «Φαίνεται πως δεν θα τη χρειαστώ», μουρμούρισε.

Στην άλλη μεριά του ποταμού, η αντιπροσωπεία των Αθα’αν Μιέρε έφυγε από την προβλήτα και χάθηκε πιο πέρα, μαζί με τη συνοδεία των φρουρών. Η όλη κατάσταση ήταν παράλογη. Θαλασσινοί στα εννιακόσια μίλια από τη θάλασσα. Μόνο η Κυρά των Πλοίων ήταν ανώτερη μιας Κυράς των Κυμάτων· μόνο ο Δάσκαλος των Λεπίδων ήταν ανώτερος ενός Αρχιξιφομάχου. Δεν έβγαζε νόημα, παρά τις αναμνήσεις των άλλων. Μα οι αναμνήσεις αυτές ήταν παμπάλαιες· «θυμόταν» ότι οι Αθα’αν Μιέρε ήταν ο πιο άγνωστος λαός απ’ όλους, με εξαίρεση τους Αελίτες. Ήξερε περισσότερα για τους Αελίτες απ’ όσα υπήρχαν σε κείνες τις αναμνήσεις, αλλά κι αυτά που ήξερε ήταν ελάχιστα. Ίσως κάποιος που γνώριζε τους σημερινούς Θαλασσινούς να έβγαζε μια άκρη σ’ όλα αυτά.

Τα πανιά φούσκωναν στο πλοίο των Θαλασσινών, ενώ η άγκυρα ανέβαινε ακόμα, στάζοντας στο μπροστινό μέρος του καταστρώματος. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος της βιασύνης τους, δεν τους έστελνε πίσω στο πέλαγος. Με ταχύτητα που αυξανόταν σιγά-σιγά, το σκάφος ανηφόρισε το ποτάμι, στρίβοντας προς το γεμάτο έλη δέλτα του Αλγκουένυα, λίγα μίλια βόρεια του Μάερον.

Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά δεν τον αφορούσαν. Ρίχνοντας μια τελευταία λυπημένη ματιά στο πλοίο —μπορούσε να κουβαλήσει όσο φορτίο χωρούσαν όλα μαζί τα σκάφη που είχε ναυλώσει— ξανάχωσε το κιάλι στην τσέπη και γύρισε την πλάτη του στο ποτάμι. Ο Εστέαν είχε ριζώσει δίπλα του και τον κοίταζε.

«Εστέαν, πες στους κωπηλάτες ότι μπορούν να φύγουν», είπε ο Ματ αναστενάζοντας, κι ο Δακρυνός έφυγε με βαρύ βήμα, μουρμουρίζοντας και περνώντας τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του.

Στο ποτάμι φαινόταν περισσότερη λάσπη από την τελευταία φορά που είχε κατεβεί να δει πριν από λίγες μέρες. Σχηματιζόταν μόνο μια κολλώδης λωρίδα με πλάτος μικρότερο από μια παλάμη ανάμεσα στα νερά και στην ξεραμένη λάσπη πιο πάνω, που είχε βάθος ένα βήμα, αλλά ήταν απόδειξη ότι ακόμα κι ένας ποταμός σαν τον Ερινίν ξεραινόταν σιγά-σιγά. Ο Ματ γύρισε και συνέχισε την περιπολία του στα καπηλειά και στις κοινές αίθουσες· το σημαντικό ήταν να μη φαίνεται τίποτα ασυνήθιστο σήμερα.

Όταν έπεσε ο ήλιος, ο Ματ ξαναβρέθηκε στο Χρυσό Ελάφι να χορεύει με την Μπέτσε, η οποία δεν φορούσε την ποδιά της, ενώ οι μουσικοί έπαιζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Τώρα είχαν πιάσει τους χορούς της εξοχής, και τα τραπέζια ήταν τραβηγμένα πίσω, έτσι ώστε υπήρχε χώρος για να χορέψουν έξι ή οκτώ ζευγάρια. Το σκοτάδι έφερνε κάποια δροσιά, αλλά μόνο σε σύγκριση με τη μέρα. Και πάλι όλοι ίδρωναν. Οι πάγκοι ήταν γεμάτοι από άνδρες που γελούσαν κι έπιναν, κι οι σερβιτόρες έτρεχαν κι άφηναν στα τραπέζια πιάτα με αρνί, γογγύλια και κριθαρόσουπα, γεμίζοντας συνεχώς τα ποτήρια με μπύρα και κρασί.