Το παράξενο ήταν ότι αυτές οι κοπέλες έδειχναν να θεωρούν ότι ο χορός ήταν ένα διάλειμμα από τη δουλειά τους. Η καθεμιά χαμογελούσε με ενθουσιασμό όταν ερχόταν η σειρά της να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπό της και να πετάξει την ποδιά της για να αρχίσει τον χορό, αν κι ο ιδρώτας συνέχιζε να κυλά ποτάμι ακόμα κι όταν χόρευαν. Ίσως η Κυρά Ντήλβιν να είχε οργανώσει κάτι σαν βάρδιες. Σε αυτή την περίπτωση, η Μπέτσε αποτελούσε εξαίρεση. Η λυγερόκορμη νεαρή δεν έφερνε κρασί για κανέναν εκτός από τον Ματ, δεν χόρευε με κανέναν εκτός από τον Ματ, κι η πανδοχέας τους κοίταζε χαμογελαστή σαν μητέρα στο γάμο της κόρης, τόσο που ο Ματ ένιωθε άβολα. Η Μπέτσε χόρεψε μαζί του, ώσπου στο τέλος του πόνεσαν τα πόδια κι οι αστράγαλοι, αλλά το χαμόγελό της δεν χάθηκε στιγμή και τα μάτια της άστραφταν από αγαλλίαση. Εκτός απ’ όταν σταματούσαν για να πάρουν μια ανάσα, φυσικά. Ή μάλλον για να πάρει αυτός μια ανάσα· εκείνη δεν έδειχνε να έχει ανάγκη. Μόλις σταματούσαν τα πόδια τους, η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Το ίδιο κι όταν αυτός επιχειρούσε να τη φιλήσει, η Μπέτσε γυρνούσε το κεφάλι κι όλο για κάτι αναφωνούσε, κι ο Ματ αντί για χείλη φιλούσε το αυτί ή τα μαλλιά της. Κι αυτό κάθε φορά φαινόταν να την ξαφνιάζει. Ο Ματ δεν ήξερε να πει αν ήταν ελαφρόμυαλη ή πανέξυπνη.
Κόντευαν δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα σύμφωνα με το ρολόι όταν τελικά της είπε ότι είχε κουραστεί απ’ όλη τη βραδιά. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε απογοήτευση και μια μουτρωμένη έκφραση. Έμοιαζε έτοιμη να συνεχίσει το χορό ως την αυγή. Δεν ήταν η μόνη· μια από τις πιο μεγάλες σερβιτόρες έγερνε με ένα χέρι στον τοίχο κι έτριβε το πόδι της, αλλά οι περισσότερες είχαν μια σπίθα στα μάτια και μια ζωηράδα σαν την Μπέτσε. Οι περισσότεροι άνδρες έμοιαζαν κατάκοποι· μερικοί χαμογελούσαν προσποιητά στις γυναίκες που έρχονταν και τους σήκωναν από τους πάγκους για το χορό, ενώ πολλοί απλώς τις έδιωχναν με νοήματα. Ο Ματ δεν το καταλάβαινε. Επειδή οι άνδρες έκαναν όλη τη δουλειά στον χορό, συμπέρανε, που σήκωναν και στροβίλιζαν τις γυναίκες. Κι οι γυναίκες ήταν ελαφριές· δεν χρειάζονταν πολλή ενέργεια για να χοροπηδούν. Ο Ματ κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μια στιβαρή σερβιτόρα που στροβίλιζε τον Εστέαν στην πρόχειρη πίστα αντί να συμβαίνει το αντίθετο —το αρχοντόπουλο ήξερε να χορεύει· διέθετε αυτό το ταλέντο— κι έβαλε ένα χρυσό νόμισμα στο χέρι της Μπέτσε, ένα χοντρό Αντορίτικο μάρκο, για να αγοράσει κανένα στολίδι.
Εκείνη κοίταξε εξεταστικά το νόμισμα για μια στιγμή και μετά σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει απαλά στο στόμα, σαν το άγγιγμα ενός πούπουλου. «Ό,τι και να κάνεις, δεν θα σε κρεμάσω. Θα χορέψεις μαζί μου αύριο;» Πριν αυτός προλάβει να απαντήσει, εκείνη χαχάνισε κι έφυγε βιαστικά, κοιτώντας την πάνω από τον ώμο της, ενώ προσπαθούσε να τραβήξει τον Εντόριον στην πίστα. Η Κυρά Ντήλβιν τους σταμάτησε κι αφήνοντας μια ποδιά στα χέρια της Μπέτσε, της έδειξε με τον αντίχειρα την κουζίνα.
Ο Ματ κούτσαινε λιγάκι πηγαίνοντας στο τραπέζι στον πίσω τοίχο, όπου είχαν βολευτεί ο Ταλμέηνς, ο Ντήριντ κι ο Ναλέσεν. Ο Ταλμέηνς κοίταζε το κρασοπότηρό του, λες και θα έβρισκε μέσα του απαντήσεις. Ο Ντήριντ χαμογελούσε πλατιά κοιτάζοντας τον Ναλέσεν, που προσπαθούσε να απωθήσει μια παχουλή σερβιτόρα με γκρίζα μάτια κι ανοιχτοκάστανα μαλλιά αποφεύγοντας να παραδεχτεί ότι τον πονούσαν τα πόδια του. Ο Ματ έγειρε με τις γροθιές στο τραπέζι. «Η Ομάδα θα ξεκινήσει μόλις φωτίσει το πρωί. Αρχίστε τις ετοιμασίες». Οι τρεις άνδρες έμειναν να τον κοιτούν με ανοιχτό το στόμα.
«Μα μένουν λίγες μόνο ώρες ως την αυγή», διαμαρτυρήθηκε ο Ταλμέηνς, ενώ την ίδια στιγμή ο Ναλέσεν έλεγε, «Με το ζόρι θα προλάβουμε να τους ξετρυπώσουμε από τα καπηλειά ως τότε».
Ο Ντήριντ μόρφασε και κούνησε το κεφάλι. «Δεν θα κλείσουμε μάτι απόψε».
«Εγώ, πάντως, θα κλείσω», είπε ο Ματ. «Να έρθει ένας να με ξυπνήσει σε δυο ώρες. Με το πρώτο φως, ξεκινάμε».
Κι έτσι ακριβώς είχε βρεθεί καβάλα στον Πιπς, το γερό καστανό μουνούχι του, στη γκριζάδα πριν από το χάραμα, με τη λόγχη ακουμπισμένη πλάγια στη σέλα και το αχόρδιστο μακρύ τόξο του σφηνωμένο κάτω από την ίγγλα, νυσταγμένος και με τα μάτια να πονούν, παρακολουθώντας την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού να αναχωρεί από το Μάερον. Έξι χιλιάδες στρατιώτες σύνολο. Μισοί έφιπποι, μισοί πεζοί, που έκαναν αρκετή φασαρία για να ξυπνήσουν ακόμα και τους νεκρούς. Παρά την ώρα, υπήρχαν άνθρωποι και στους δρόμους και κρεμασμένοι να χάσκουν από όλα τα παράθυρα των πάνω ορόφων.
Μπροστά απ’ όλους ήταν το λάβαρο της Ομάδας, τετράγωνο με κόκκινα κρόσσια που έδειχνε ένα κόκκινο χέρι σε λευκό φόντο κι από κάτω είχε το ρητό της Ομάδας με πορφυρή κλωστή. Ντοβι’άντι σε τόβυα σαγκαίν. Ώρα να ρίξουμε τα ζάρια. Ο Ναλέσεν, ο Ντήριντ κι ο Ταλμέηνς ήταν πάνω στ’ άλογά τους δίπλα στη σημαία, ενώ δέκα έφιπποι βροντούσαν μπρούντζινα τύμπανα κρεμασμένα πάνω τους με πορφυρούς ιμάντες, ενώ άλλοι τόσοι σαλπιγκτές στόλιζαν το σκοπό. Πίσω ακολουθούσαν οι καβαλάρηδες του Ναλέσεν, ανάμικτοι Δακρυνοί ένοπλοι κι Υπερασπιστές της Πέτρας, Καιρχινά αρχοντόπουλα με κον στις πλάτες και βοηθούς στο κατόπι τους, και διάφοροι Αντορίτες, όπου κάθε ίλη και κάθε τάγμα είχαν το δικό τους λάβαρο με το Κόκκινο Χέρι, ένα σπαθί κι έναν αριθμό. Οι Ματ τους είχε βάλει να ρίξουν στον κλήρο ποιοι θα έπαιρναν κάθε αριθμό.