Выбрать главу

«Τους ανιχνευτές;» απόρησε ο Ναλέσεν. «Που να καεί η ψυχή μου, δεν βρίσκεται ούτε λόγχη σε ακτίνα δέκα μιλίων γύρω μας, εκτός αν πιστεύεις ότι τα Λευκά Λιοντάρια σταμάτησαν να τρέχουν, και σ’ αυτή την περίπτωση, αν ξέρουν τι ετοιμάζουμε, δεν θα μας πλησιάσουν περισσότερο από πενήντα μίλια».

Ο Ματ δεν του έδωσε σημασία. «Σήμερα θέλω να διανύσουμε τριάντα πέντε μίλια. Όταν φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε σίγουρα τριάντα πέντε μίλια κάθε μέρα, θα δούμε πόσο ακόμα μπορούμε τα αυξήσουμε». Φυσικά, εκείνοι τον κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό. Τα άλογα δεν μπορούσαν να διατηρήσουν για πολύ αυτό τον ρυθμό, κι όλοι εκτός από τους Αελίτες θεωρούσαν ότι τα είκοσι πέντε μίλια ήταν εξαιρετική απόσταση για ταξίδι μιας μέρας. Αλλά έπρεπε να παίξει το ρόλο που του είχε ανατεθεί. «Ο Κομάντριν έγραψε, “Να επιτίθεσαι στην περιοχή που ο εχθρός σου πιστεύει ότι δεν θα επιτεθείς, από απροσδόκητη κατεύθυνση, σε απροσδόκητο χρόνο. Να υπερασπίζεσαι το σημείο όπου ο εχθρός σου πιστεύει ότι δεν βρίσκεσαι, τη στιγμή που θα περιμένει να το βάλεις στα πόδια. Το κλειδί της νίκης είναι ο αιφνιδιασμός, και το κλειδί του αιφνιδιασμού η ταχύτητα. Για τον στρατιώτη, η ταχύτητα είναι ζωή”».

«Ποιος είναι ο Κομάντριν;» ρώτησε έπειτα από μια στιγμή ο Ταλμέηνς, κι ο Ματ χρειάστηκε να συγκεντρωθεί για να του απαντήσει.

«Ένας στρατηγός. Έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Είχα διαβάσει κάποτε το βιβλίο του». Θυμόταν που το διάβαζε, κι όχι μόνο μια φορά· αμφέβαλλε αν τώρα υπήρχε πουθενά κάποιο αντίτυπο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θυμόταν που είχε συναντήσει τον Κομάντριν, έχοντας χάσει απ’ αυτόν μια μάχη εξακόσια χρόνια πριν από τον Αρτουρ τον Γερακόφτερο. Αυτές οι μνήμες συνεχώς του έστηναν καρτέρι. Τουλάχιστον, δεν τα είχε πει στην Παλιά Γλώσσα· τώρα πια συνήθως κατάφερνε να το αποφεύγει.

Παρακολουθώντας τους έφιππους ανιχνευτές να απλώνονται προχωρώντας μπροστά στον όλο υψωματάκια κάμπο του ποταμού, ο Ματ χαλάρωσε. Το δικό του σκέλος της δουλειάς είχε αρχίσει, σύμφωνα με το σχέδιο. Είχε αναχωρήσει εσπευσμένως, με τη διαταγή να έχει δοθεί την τελευταία στιγμή, σαν να προσπαθούσε να φύγει κρυφά προς το νότο, αλλά τόσο επιδεικτικά που ήταν βέβαιο ότι δεν θα περνούσε απαρατήρητος. Ο συνδυασμός αυτών των δύο θα τον έκανε να φανεί ηλίθιος, αλλά κι αυτό ήταν καλό επίσης. Ήταν καλή ιδέα που είχε διδάξει την Ομάδα να κινείται γοργά —αν ήξερες να μετακινείσαι γοργά, μπορούσες να αποφύγεις τη μάχη— αλλά η διαδρομή που διήνυαν σίγουρα θα φαίνονταν, τουλάχιστον από το ποτάμι. Χτένισε με το βλέμμα τον ουρανό· πουθενά κοράκια, όχι ότι αυτό σήμαινε κάτι. Ούτε περιστέρια υπήρχαν, αλλά αν δεν είχαν φύγει μερικά από το Μάερον τώρα το πρωί, ο Ματ θα έτρωγε τη σέλα του.

Το πολύ σε μερικές μέρες ο Σαμαήλ θα μάθαινε ότι η Ομάδα πλησίαζε, όλο φούρια, και το μήνυμα που είχε διαδώσει ο Ραντ στο Δάκρυ θα καθιστούσε σαφές ότι η άφιξη του Ματ σηματοδοτούσε την επικείμενη εισβολή στο Ίλιαν. Ακόμα κι αν η Ομάδα έβαζε τα δυνατά της, ήθελαν πάνω από μήνα για να φτάσουν στο Δάκρυ. Με λίγη τύχη, ο Σαμαήλ θα έλιωνε σαν ψείρα ανάμεσα σε δύο πέτρες προτού καν ο Ματ τον πλησιάσει σε απόσταση εκατό μιλίων. Ο Σαμαήλ θα έβλεπε όλες τις δυνάμεις τους να πλησιάζουν —σχεδόν όλες— αλλά ο χορός θα ήταν διαφορετικός απ’ αυτόν που περίμενε. Διαφορετικός απ’ ό,τι περίμεναν όλοι εκτός από τον Ραντ, τον Ματ και τον Μπασίρε. Αυτό ήταν το πραγματικό σχέδιο. Ο Ματ κατάλαβε ότι σφύριζε. Αυτή τη φορά, όλα θα εκτυλίσσονταν όπως τα περίμενε.

6

Νήματα Κλωσμένα από Σκοτάδι

Ο Σαμαήλ πάτησε επιφυλακτικά τα λουλουδάτα μεταξωτά χαλιά, αφήνοντας την πύλη ανοιχτή για την περίπτωση που χρειαζόταν να υποχωρήσει, ενώ κρατούσε σφιχτά το σαϊντίν. Συνήθως αρνιόταν τις συναντήσεις που δεν γινόταν σε ουδέτερο έδαφος ή σε δικό του, όμως αυτή ήταν η δεύτερη φορά που είχε έρθει εδώ. Ήταν ζήτημα ανάγκης. Ποτέ δεν ήταν άνθρωπος που εμπιστευόταν τους άλλους, κάτι που είχε γίνει ακόμα πιο έντονο από τότε που είχε ακούσει αποσπάσματα απ’ όσα είχαν διαμειφθεί μεταξύ του Ντεμάντρεντ και των τριών γυναικών, κι η Γκρένταλ του είχε πει μόνο όσα υποστήριζαν το δικό της όφελος. Ο Σαμαήλ την καταλάβαινε· είχε και δικά του σχέδια, για τα οποία οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι δεν γνώριζαν τίποτα. Θα υπήρχε μόνο ένας Νή’μπλις, κι αυτό ήταν ένα βραβείο επιθυμητό όσο κι η ίδια η αθανασία.

Στάθηκε σε μια ψηλή εξέδρα με μαρμάρινο στηθαίο σε μια άκρη, όπου υπήρχαν τοποθετημένα τραπέζια και καρέκλες με επίχρυσα στολίσματα και σμιλεμένο φίλντισι, πολλά με αηδιαστικές λεπτομέρειες, τοποθετημένα έτσι, ώστε να δεσπόζουν στη μακριά αίθουσα με τις κιονοστοιχίες, τρία μέτρα πιο κάτω. Δεν υπήρχε σκάλα για να κατέβεις εκεί· ήταν ένας πελώριος, πολυτελής λάκκος για ψυχαγωγικά θεάματα. Το φως του ήλιου αστραφτοβολούσε καθώς χυνόταν από ψηλά παράθυρα με περίπλοκα σχέδια στα πολύχρωμα τζάμια. Η κάψα του ήλιου δεν περνούσε μέσα· ο αέρας ήταν δροσερός, αν και τον ένιωθε μόνο απόμακρα. Η Γκρένταλ, όπως κι ο Σαμαήλ, δεν είχε ανάγκη να το κάνει αυτό, αλλά φυσικά το έκανε. Το παράξενο ήταν που δεν είχε απλώσει το δίχτυ σε ολόκληρο το παλάτι.