Το κάτω τμήμα του θαλάμου είχε κάτι διαφορετικό, όμως ο Σαμαήλ δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Υπήρχαν τρεις μακρόστενες ρηχές πισίνες στο κέντρο της αίθουσας, μ’ ένα σιντριβάνι στην καθεμιά —λείες μορφές, με την κίνηση αποτυπωμένη σε πέτρα— που έστελναν νερό σχεδόν ως τα σκαλισμένα μαρμάρινα λαγόνια της αψιδωτής οροφής από πάνω. Στις πισίνες έπαιζαν άνδρες και γυναίκες που φορούσαν ψιλά κουρελάκια από μετάξι, και μερικοί ακόμα λιγότερα, ενώ άλλοι, φορώντας ελαχίστως περισσότερα, έδιναν παράσταση πλάι στις πισίνες: ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί, χορευτές σε μια ποικιλία χορών και μουσικοί που έπαιζαν φλάουτα και κέρατα, τύμπανα και διάφορα έγχορδα όργανα. Μεγαλόσωμοι και μικρόσωμοι, με επιδερμίδα και μαλλιά και μάτια από τα πιο ανοιχτά ως τα πιο σκούρα, ο καθένας ήταν σωματικά τελειότερος από τον άλλο. Ο σκοπός ήταν η ψυχαγωγία όποιου στεκόταν στην εξέδρα. Ήταν βλακώδες. Σπατάλη χρόνου κι ενέργειας. Χαρακτηριστικό της Γκρένταλ.
Η εξέδρα ήταν άδεια όταν είχε φτάσει ο Σαμαήλ, όμως με το σαϊντίν να τον γεμίζει, μύρισε το γλυκό άρωμα της Γκρένταλ, σαν αεράκι από ανθόσπαρτο κήπο, κι άκουσε τα μαλακά παπούτσια της σχεδόν να ψιθυρίζουν στα χαλιά πριν αυτή μιλήσει από πίσω του. «Μα δεν είναι πανέμορφα τα ζωάκια μου;»
Ήρθε πλάι του στο στηθαίο, κοιτώντας χαμογελαστή την επίδειξη εκεί κάτω. Η λεπτή γαλάζια Ντομανική τουαλέτα κολλούσε στο κορμί της και δεν άφηνε πολλά στη φαντασία. Ως συνήθως, σε κάθε δάχτυλο φορούσε δαχτυλίδι με διαφορετική πέτρα, τέσσερα-πέντε πετραδοστόλιστα βραχιόλια σε κάθε καρπό, ενώ ένας πλατύς γιακάς με πελώρια ζαφείρια σφιχταγκάλιαζε τον ψηλό λαιμό του φορέματος. Ο Σαμαήλ δεν ήξερε απ’ αυτά τα πράγματα, αλλά υποψιαζόταν ότι η Γκρένταλ είχε περάσει πολλές ώρες για να στρώσει εκείνες τις ηλιόξανθες μπούκλες που άγγιζαν τους ώμους της και τις φεγγαρόσταλες που ήταν σπαρμένες ανάμεσά τους· είχαν κάτι το ατημέλητο που υπαινισσόταν αυστηρή προετοιμασία.
Ο Σαμαήλ καμιά φορά απορούσε με την Γκρένταλ. Την είχε συναντήσει μόνο όταν είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον μάταιο αγώνα του και να ακολουθήσει τον Μέγα Άρχοντα, όμως τη γνώριζαν οι πάντες: ήταν όλο δόξα και τιμές, αφοσιωμένη στην ασκητική ζωή, και φρόντιζε τα διαταραγμένα μυαλά που δεν μπορούσαν να βοηθηθούν με τη Θεραπεία. Στην πρώτη εκείνη συνάντηση τους, όταν η Γκρένταλ είχε αποδεχθεί τους πρώτους όρκους του στον Μέγα Άρχοντα, δεν είχε πάνω της το παραμικρό ίχνος εκείνης της όλο αυτοσυγκράτηση φιλανθρωπου, λες κι είχε γίνει εσκεμμένα το αντίθετο της άλλης ζωής της. Επιφανειακά, ήταν δοσμένη με εμμονή στις ηδονές της, κάτι που σχεδόν έκρυβε την επιθυμία της να γκρεμίσει όσους είχαν έστω και την παραμικρή εξουσία. Κι αυτό με τη σειρά του σχεδόν έκρυβε τη δική της δίψα για εξουσία, την οποία σπανιότατα ασκούσε δημοσίως. Η Γκρένταλ ανέκαθεν είχε ταλέντο στο να κρύβει πράγματα, βάζοντάς τα σε κοινή θέα. Ο Σαμαήλ πίστευε ότι την ήξερε καλύτερα απ’ όσο οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι —τον είχε συνοδεύσει στο Σάγιολ Γκουλ, όπου είχε πάει για να δηλώσει υποταγή στον Μέγα Άρχοντα— αλλά και πάλι δεν ήξερε όλες τις πτυχές της. Η Γκρένταλ είχε τόσες αποχρώσεις όσες φολίδες είχαν τα τζέγκαλ, και τις άλλαζε με αστραπιαία ταχύτητα. Τότε εκείνη ήταν η αφέντρα κι αυτός ο μαθητευόμενος, παρά τα επιτεύγματα του ως στρατηγού. Αυτή η κατάσταση είχε αλλάξει.
Ούτε οι λουόμενοι ούτε οι διασκεδαστές σήκωσαν το κεφάλι, αλλά με την εμφάνιση τους έδειξαν περισσότερη ενεργητικότητα, περισσότερη χάρη, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, προσπαθώντας να επιδείξουν καλύτερα τον εαυτό τους· σκοπός της ύπαρξης τους ήταν να την ευχαριστούν. Η Γκρένταλ είχε φροντίσει γι’ αυτό.
Η Αποδιωγμένη έκανε νόημα σε τέσσερις ακροβάτες, έναν μελαχρινό που σήκωνε τρεις λεπτές γυναίκες· οι μπρούντζινες επιδερμίδες τους γυάλιζαν από το λάδι. «Αυτοί, νομίζω, είναι οι αγαπημένοι μου. Ο Ραμσίντ είναι ο αδελφός του Ντομανού βασιλιά. Η γυναίκα που πατά στους ώμους του είναι η σύζυγος του Ραμσίντ· οι άλλες δυο είναι η μικρότερη αδελφή κι η μεγαλύτερη κόρη του βασιλιά. Τι νομίζεις, δεν είναι εκπληκτικό το τι μπορούν να μάθουν οι άνθρωποι όταν έχουν την κατάλληλη ενθάρρυνση; Για συλλογίσου τι ταλέντα χάνονται άδικα». Ήταν μια από τις αγαπημένες της έννοιες. Μια θέση για τον καθένα κι ο καθένας στη θέση του, θέση που θα επιλεγόταν σύμφωνα με τα χαρίσματά του και τις ανάγκες της κοινωνίας. Το ποιες ανάγκες ήταν αυτές έμοιαζε πάντα να εκπορεύεται από τις δικές της επιθυμίες. Όλα αυτά προκαλούσαν ανία στον Σαμαήλ· ακόμα κι αν οι ιδέες της εφαρμόζονταν σ’ αυτό, και πάλι θα στεκόταν εκεί που ήταν τώρα.