Выбрать главу

Robert Jordan

Το Μεγάλο Κυνήγι

Κι έτσι, ό,τι ανεγείρουν οι άνθρωποι θα συντριβεί, και η Σκιά θα εξαπλωθεί στο Σχήμα της Εποχής, και ο Σκοτεινός άλλη μια φορά θα απλώσει το χέρι του στον κόσμο των ανθρώπων. Οι γυναίκες θα κλαίνε και οι άνδρες θα θρηνούν, καθώς τα έθνη της γης θα σχίζονται σαν σάπιο πανί. Τίποτα δεν θα αντέξει και τίποτα δεν θα μείνει...

Κάποιος όμως θα γεννηθεί για να αντιμετωπίσει τη Σκιά, θα γεννηθεί άλλη μια φορά, όπως είχε γεννηθεί κι άλλοτε και θα γεννηθεί ξανά, σε χρόνους δίχως τέλος. Ο Δράκοντας θα Ξαναγεννηθεί, και θα ακουστούν οιμωγές και τριγμοί οδόντων στο ξαναγέννημά του. Με τσουβάλια και στάχτες θα ντύσει το λαό του, και θα τσακίσει πάλι τον κόσμο με τον ερχομό του, σπάζοντας όλους τους δεσμούς που ενώνουν. Σαν την ασυγκράτητη αυγή θα μας τυφλώσει, και θα μας κάψει, μα ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας θα αντιμετωπίσει τη Σκιά στην Τελευταία Μάχη, και το αίμα του δα μας δώσει το Φως. Αφήσετε τα δάκριά σας να κυλήσουν, ω λαοί του κόσμου. Κλάψτε για τη σωτηρία σας.

-Από τον Κύκλο της Κάρεδον:
Οι Προφητείες του Δράκοντα όπως τις μετέφρασε η Ελλαίν Μαρίσε’ιντίν Αλσίν,
Αρχιβιβλιοθηκάριος της Αυλής του Αράφελ,
εν Έτει Χάριτος 231
της Νέας Περιόδου, Τρίτη Εποχή

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στη Σκιά

Ο άνθρωπος που αυτοαποκαλείτο Μπορς, τουλάχιστον σ’ αυτό το μέρος, άκουγε με περιφρόνηση τα αδύναμα μουρμουρητά, που φούσκωναν κι υποχωρούσαν στη θολωτή αίθουσα, σαν χαμηλόφωνα κακαρίσματα από χήνες. Η γκριμάτσα του όμως ήταν κρυμμένη πίσω από τη μαύρη μεταξωτή μάσκα που σκέπαζε το πρόσωπό του, όμοια με τις μάσκες που σκέπαζαν τα άλλα εκατό πρόσωπα της αίθουσας. Εκατό μαύρες μάσκες κι εκατό ζευγάρια μάτια, που προσπαθούσαν να δουν τι υπήρχε πίσω από τις μάσκες.

Αν δεν κοίταζες και τόσο προσεκτικά, το πελώριο δωμάτιο δα σου φαινόταν να ανήκει σε παλάτι, με τα ψηλά μαρμαρένια τζάκια του και τους χρυσούς πολυελαίους που κρέμονταν από το Θολωτό ταβάνι, με τις πολύχρωμες ταπετσαρίες και τα περίκομψα σχήματα του μωσαϊκού στο πάτωμα. Αν δεν κοίταζες και τόσο προσεκτικά. Κατ’ αρχάς, τα τζάκια δεν ήταν αναμμένα. Φλόγες χόρευαν σε κούτσουρα χοντρά σαν πόδι αντρικό, αλλά δεν ζέσταιναν. Οι τοίχοι πίσω από τις ταπετσαρίες και η οροφή πάνω από τους πολυελαίους ήταν από γυμνή πέτρα, μαύρη σχεδόν. Δεν υπήρχαν παράθυρα και οι πόρτες ήταν μόνο δύο, σε αντίθετες πλευρές του δωματίου. Ήταν σαν κάποιος να ήθελε να δώσει την εντύπωση αίθουσας υποδοχής παλατιού, αλλά είχε φροντίσει να δώσει μόνο το περίγραμμα και μια-δυο πινελιές για λεπτομέρειες.

Ο άνθρωπος που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν ήξερε πού ήταν η αίθουσα, και κατά τη γνώμη του ούτε κι οι άλλοι ήξεραν. Δεν ήθελε να σκεφτεί πού θα μπορούσε να είναι. Αρκούσε που είχε κληθεί να παραστεί. Ούτε κι αυτό ήθελε να το σκέφτεται, αλλά γι’ αυτή την πρόσκληση, ακόμα κι αυτός είχε έρθει.

Τακτοποίησε το μανδύα του· ευτυχώς που οι φωτιές ήταν σβησμένες, αλλιώς θα έκανε υπερβολική ζέστη για το μαύρο μάλλινο ένδυμα, που τον τύλιγε κι έπεφτε ως το πάτωμα. Όλα τα ρούχα του ήταν μαύρα. Οι χοντρές δίπλες του μανδύα έκρυβαν το ότι καμπούριαζε, επίτηδες, για να κρύψει το ύψος του, ενώ προκαλούσαν αμφιβολία σ’ όποιον τον κοίταζε για να δει αν ήταν παχύς ή λεπτός. Λεν ήταν ο μόνος σ’ αυτή την αίθουσα που ήταν κουκουλωμένος σ’ ατέλειωτες πήχες υφάσματος.

Περιεργάστηκε σιωπηλά τους συντρόφους του. Μ υπομονή χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της ζωής του. Πάντοτε, αν περίμενε και παρακολουθούσε αρκετά, ο άλλος θα έκανε κάποιο λάθος. Οι πιο πολλοί από τους άνδρες και τις γυναίκες που παρευρίσκονταν εδώ ίσως είχαν την ίδια φιλοσοφία· παρακολουθούσαν και άκουγαν σιωπηλά εκείνους που ήθελαν να μιλήσουν. Κάποιοι δεν άντεχαν την υπομονή ή τη σιωπή, κι έτσι φανέρωναν περισσότερα απ’ όσα νόμιζαν.

Υπηρέτες και υπηρέτριες τριγυρνούσαν ανάμεσα στους προσκεκλημένους, λιγνά και χρυσομάλλικα νεαρά παιδιά πρόσφεραν κρασί και υποκλίνονταν με σιωπηλά χαμόγελα. Και τα αγόρια και τα κορίτσια φορούσαν στενά λευκά παντελόνια και φαρδιά λευκά πουκάμισα. Και τα δύο φύλλα κινούνταν με χάρη, η οποίο προκαλούσε ενόχληση. Οι μεν ήταν πιστό είδωλο των δε, τα αγόρια ήταν χαριτωμένα και τα κορίτσια πανέμορφα. Ο Μπορς αμφέβαλλε, αν Σα μπορούσε να τα ξεχωρίσει μεταξύ τους, παρ’ όλο που τα μάτια του έκοβαν και η μνήμη του θυμόταν πρόσωπα.

Μια χαμογελαστή, λευκοντυμένη κοπέλα του έτεινε ένα δίσκο με κρυστάλλινα κύπελλα. Πήρε ένα δίχως σκοπό να πιει’ ίσως να έδειχνε δυσπιστία —ή κάτι χειρότερο, κι εδώ πέρα αμφότερα μπορούσαν να αποδειχθούν θανατηφόρα— αν αρνείτο να πάρει οτιδήποτε, όμως δεν ήξερες τι μπορούσε να βάλει κανείς στο ποτό σου. Σίγουρα κάποιοι μεταξύ των συντρόφων του δεν θα έφερναν την παραμικρή αντίρρηση, αν μειωνόταν ο αριθμός των ανταγωνιστών τους για την εξουσία, όποιοι κι αν συνέβαινε να είναι οι άτυχοι.