Κάποιοι έλεγαν πως ο Λαν είχε γίνει Πρόμαχος και είχε δεσμευτεί με μια Άες Σεντάι, έτσι ώστε να μπορέσει να αναζητήσει το θάνατο στη Μάστιγα και να ξαναβρεί τους υπόλοιπους του αίματος του. Ο Ραντ είχε πράγματι δει τον Λαν να μπαίνει στον κίνδυνο δίχως, απ’ ό,τι φαινόταν, να νοιάζεται για τη δική του ασφάλεια, αλλά πάνω από τη δική του ζωή και ασφάλεια έβαζε τη Μουαραίν, την Άες Σεντάι που είχε τη δέσμευση του. Κατά τη γνώμη του Ραντ, ο Λαν δεν θα επιζητούσε στ’ αλήθεια τον θάνατο όσο η Μουαραίν ήταν ζωντανή.
Ο Λαν μίλησε, γυρνώντας τη λεπίδα του στο φως. «Στον Πόλεμο της Σκιάς, ακόμα και η Μία Δύναμη χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο, και κατασκευάστηκαν όπλα με τη Μία Δύναμη. Κάποια όπλα χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη, όπλα που μπορούσαν να καταστρέψουν ολόκληρη πόλη μ’ ένα χτύπημα, να ερημώσουν ολόκληρες περιοχές.» Πάλι καλά που όλα αυτά χάθηκαν με το Τσάκισμα· πάλι καλά που κανένας δεν θυμάται πώς φτιάχνονταν. Αλλά υπήρχαν και πιο απλά όπλα, για εκείνους που θα αντιμετώπιζαν με τη λεπίδα τους Μυρντράαλ και τα χειρότερα πλάσματα που έκαναν οι Άρχοντες του Δέους.
«Με τη Μία Δύναμη, οι Άες Σεντάι έβγαλαν σίδερο και άλλα μέταλλα από τη γη, τα έλιωσαν, τα έπλασαν και τα δούλεψαν. Πάντα με τη Μια Δύναμη. Σπαθιά, κι άλλα όπλα επίσης.» Πολλά απ’ αυτά που διασώθηκαν από το Τσάκισμα του Κόσμου τα κατέστρεψαν άνθρωποι που φοβούνταν και μισούσαν τα έργα των Άες Σεντάι, ενώ άλλα εξαφανίστηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Λίγα απομένουν και λίγοι ξέρουν στ’ αλήθεια τι είναι. Υπάρχουν θρύλοι γι’ αυτά, παραφουσκωμένες ιστορίες για σπαθιά, τα οποία μοιάζουν να έχουν δική τους δύναμη. Έχεις ακούσει τις ιστορίες των βάρδων. Η πραγματικότητα είναι αρκετή. Λεπίδες που δεν σπάνε και δεν τσακίζονται, που δεν χάνουν ποτέ την κόψη τους. Έχω δει ανθρώπους να τις ακονίζουν —να κάνουν πως τις ακονίζουν, δηλαδή— αλλά μονάχα επειδή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το σπαθί δεν ήθελε ακόνισμα μετά τη χρήση. Το μόνο που έκαναν ήταν να φθείρουν τις ακονόπετρές τους.
«Αυτά τα όπλα τα έφτιαξαν οι Άες Σεντάι, και ποτέ δεν θα υπάρξουν άλλα.» Όταν φτιάχτηκαν, ο πόλεμος και η Εποχή τελείωσαν μαζί, με τον κόσμο συντριμμένο, με περισσότερους άθαφτους νεκρούς απ’ όσους ζωντανούς υπήρχαν, με τους ζωντανούς να το σκάνε, προσπαθώντας να βρουν μέρος ασφαλές, οποιοδήποτε μέρος, με τη μία στις δύο γυναίκες να κλαίει, επειδή δεν θα ξανάβλεπε άνδρα ή γιους· όταν τελείωσαν όλα, οι Άες Σεντάι που ζούσαν ακόμα ορκίστηκαν ότι ποτέ δεν θα ξανάφτιαχναν όπλο για να σκοτώσει κανείς κανέναν. Όλες οι Άες Σεντάι το ορκίστηκαν και από τότε όλες αυτές οι γυναίκες κράτησαν τον όρκο. Ακόμα και το Κόκκινο Άτζα, που δεν πολυνοιάζονται τι παθαίνουν οι άνδρες.
«Ένα από αυτά τα σπαθιά, το σπαθί ενός απλού στρατιώτη» —με έναν αχνό μορφασμό, σχεδόν Θλιμμένο θα τον έλεγε κανείς, αν οι Πρόμαχοι έδειχναν συναισθήματα, ξανάβαλε τη λεπίδα στη θήκη της– «έγινε κάτι παραπάνω. Από την άλλη μεριά, εκείνα που φτιάχτηκαν για άρχοντες στρατηγούς, με λεπίδες τόσο σκληρές, τις οποίες κανένας οπλοποιός δεν μπορούσε να τις σημαδέψει, που όμως ήταν ήδη σημαδεμένες μ’ έναν ερωδιό, αυτές οι λεπίδες έγιναν περιζήτητες.»
Τα χέρια του Ραντ τινάχτηκαν μακριά από το σπαθί που ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Αυτό αναποδογύρισε, κι ενστικτωδώς το άρπαξε πριν πέσει στις πέτρες. «Θέλεις να πεις ότι αυτό το έφτιαξαν Άες Σεντάι; Νόμιζα ότι μιλούσες για το δικό σου σπαθί.»
«Δεν είναι έργο των Άες Σεντάι όλες οι λεπίδες με το σημάδι του ερωδιού. Ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν το σπαθί με τόση ικανότητα, ώστε να ονομαστούν δάσκαλοι ξιφομάχοι και να τους απονεμηθεί λεπίδα με ερωδιό· αλλά κι έτσι, δεν απομένουν πολλές λεπίδες φτιαγμένες από Άες Σεντάι, παρά μόνο για μια χούφτα ανθρώπους. Οι περισσότερες είναι από δάσκαλους οπλοποιούς· το καλύτερο ατσάλι που μπορεί να φτιάξει άνθρωπος, όμως, έστω κι έτσι, είναι δουλεμένο από ανθρώπινα χέρια. Μα αυτό εδώ, βοσκέ... αυτό έχει να πει ιστορία τριών χιλιάδων χρονών, και παραπάνω.»
«Δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτά, ε;» είπε ο Ραντ. Ισορρόπησε το σπαθί μπροστά του στη μύτη της θήκης· δεν του φαινόταν διαφορετικό από πριν, τώρα που ήξερε. «Από τα έργα των Άες Σεντάι.» Μα μου το έδωσε ο Ταμ. Μου το έδωσε ο πατέρας μου. Αρνήθηκε να σκεφτεί πού είχε βρει τέτοια λεπίδα ένας βοσκός στους Δύο Ποταμούς. Υπήρχαν επικίνδυνα ρεύματα σ’ αυτές τις σκέψεις, βάθη που δεν ήθελε να τα εξερευνήσει.