«Στ’ αλήθεια θέλεις να φύγεις, βοσκέ; Θα σε ξαναρωτήσω. Γιατί δεν έφυγες, λοιπόν; Για το σπαθί; Σε πέντε χρόνια θα μπορούσα να σε κάνω αντάξιό του, να σε κάνω δάσκαλο ξιφομάχο. Έχεις γοργούς καρπούς, καλή ισορροπία, και δεν κάνεις δυο φορές το ίδιο λάθος. Αλλά δεν μπορώ να αφιερώσω πέντε χρόνια για να σε διδάξω, και δεν έχεις πέντε χρόνια για να μάθεις. Δεν έχεις ούτε καν έναν χρόνο, και το ξέρεις. Όπως είσαι τώρα, δεν θα τρυπήσεις κατά λάθος το πόδι σου. Στέκεις σαν να ταιριάζει το σπαθί στη μέση σου, βοσκέ, και οι πιο πολλοί νταήδες στα χωριά θα το νιώσουν. Αλλά αυτό το είχες σχεδόν από την μέρα που το πρωτοφόρεσες. Γιατί λοιπόν είσαι ακόμα εδώ;»
«Ο Ματ και ο Πέριν είναι ακόμα εδώ», μουρμούρισε ο Ραντ. «Δεν θέλω να φύγω πριν απ’ αυτούς. Δεν θα τους ξαναδώ —μπορεί να μην τους ξαναδώ— για πολλά χρόνια, ίσως.» Το κεφάλι του έγειρε πάλι στον τοίχο. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Τουλάχιστον αυτοί απλώς νομίζουν ότι είμαι τρελός, που δεν πάω σπίτι μαζί τους. Η Νυνάβε άλλοτε με κοιτάζει σαν να είμαι εξάχρονο παιδάκι που έγδαρε το γόνατό του κι αυτή θα το γιατρέψει, κι άλλοτε με κοιτάζει σαν να βλέπει ξένο. Που μάλιστα Θα τον προσβάλει, αν τον κοιτάξει περίεργα. Είναι μια Σοφία, κι εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι φοβήθηκε ποτέ της κάτι, αλλά...» Κούνησε το κεφάλι του. «Και η Εγκουέν. Που να καώ! Ξέρει γιατί πρέπει να φύγω, αλλά, κάθε φορά που το αναφέρω, με κοιτάζει κι εγώ μέσα μου δένομαι κόμπος και...» Έκλεισε τα μάτια, πιέζοντας τη λαβή του σπαθιού στο μέτωπό του, σαν να μπορούσε έτσι να εξαφανίσει αυτό που σκεφτόταν. «Θα ήθελα... Θα ήθελα...»
«Θα ήθελες να ήταν όλα όπως παλιά, βοσκέ; Ή δα ήθελες να ερχόταν η κοπέλα μαζί σου, αντί να πάει στην Ταρ Βάλον; Λες να αρνηθεί να γίνει Άες Σεντάι και να προτιμήσει μια ζωή περιπλάνησης; Μαζί σου; Αν της το πεις με τον κατάλληλο τρόπο, ίσως το κάνει. Είναι παράξενο πράγμα ο έρωτας.» Ο Λαν ξαφνικά έδειξε κουρασμένος. «Πιο παράξενο δεν υπάρχει.»
«Όχι». Αυτό ακριβώς ευχόταν, να ήθελε η κοπέλα να έρθει μαζί του. Άνοιξε τα μάτια, ίσιωσε την πλάτη, έκανε τη φωνή του να ακουστεί σίγουρη. «Όχι, δεν θα την άφηνα να έρθει μαζί μου, ακόμα κι αν το ζητούσε». Δεν θα της έκανε κάτι τέτοιο. Αλλά, μα το Φως, δεν θα ήταν γλυκό, έστω για μια στιγμή, αν έλεγε ότι ήθελε; «Πεισμώνει σαν μουλάρι, όταν νομίζει ότι πάω να της πω τι να κάνει, αλλά απ’ αυτό μπορώ να την προστατεύσω.» Ευχήθηκε να βρισκόταν η κοπέλα πίσω στο Πεδίο του Έμοντ, όμως αυτή η ελπίδα είχε χαθεί τη μέρα που η Μουαραίν είχε έρθει στους Δύο Ποταμούς. «Έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα γίνει Άες Σεντάι!» Με την άκρη του ματιού του είδε το υψωμένο φρύδι του Λαν, και κοκκίνισε.
«Και είναι αυτός ο μόνος λόγος; Θέλεις να περάσεις όσο πιο πολύ καιρό μπορείς μαζί με τους παιδικούς σου φίλους πριν φύγουν; Γι’ αυτό δεν λες να το κουνήσεις από δω; Ξέρεις τι σε κυνηγά.»
Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος με θυμό. «Εντάξει, είναι η Μουαραίν! Λεν θα ήμουν καν εδώ, αν δεν υπήρχε αυτή, και δεν καταδέχεται ούτε να μου μιλήσει.»
«Θα ήσουν νεκρός, αν δεν υπήρχε αυτή, βοσκέ», είπε με σταθερή φωνή ο Λαν, όμως ο Ραντ συνέχισε ορμητικά.
«Μου λέει... μου λέει φρικιά πράγματα για τον εαυτό μου» —οι αρθρώσεις του άσπρισαν γύρω από το σπαθί. Ότι θα τρελαθώ και θα πεθάνω!— «και μετά, απότομα, δεν θέλει να μου πει ούτε κουβέντα. Κάνει σαν να μην είμαι διαφορετικός απ’ ό,τι ήμουν τη μέρα που με βρήκε, κι αυτό, επίσης, μου λέει ότι κάτι δεν πάει καλά.»
«Θέλεις να σου φερθεί ανάλογα μ’ αυτό που είσαι;»
«Όχι! Δεν εννοώ τέτοιο πράγμα. Που να καώ, δεν ξέρω τι εννοώ μερικές φορές. Δεν το θέλω αυτό και το άλλο το φοβάμαι. Τώρα κάπου έχει πάει, εξαφανίστηκε...»
«Σου είπα ότι μερικές φορές χρειάζεται να μένει μόνη. Ούτε εσύ, ούτε και κανένας άλλος, δεν μπορεί να αμφισβητεί τις πράξεις της.»
«...χωρίς να πει σε κανέναν πού πάει, πότε θα γυρίσει, ή αν θα γυρίσει καν. Πρέπει να μου πει κάτι για να με βοηθήσει, Λαν. Κάτι. Πρέπει. Αν ξαναγυρίσει ποτέ.»
«Ξαναγύρισε, βοσκέ. Χθες το βράδυ. Αλλά νομίζω πως σου είπε ό,τι μπορούσε. Να είσαι ικανοποιημένος. Έμαθες απ’ αυτήν ό,τι μπορούσες.» Ο Λαν κούνησε το κεφάλι και η φωνή του σκλήρυνε. «Δεν μαθαίνεις τίποτα έτσι που στέκεσαι εκεί. Ώρα να δουλέψεις λίγο την ισορροπία σου. Κάνε το Χώρισμα του Μεταξιού, αρχίζοντας από τον Ερωδιό που Βαδίζει στις Καλαμιές. Να θυμάσαι ότι η μορφή του Ερωδιού είναι μόνο για να εξασκείς την ισορροπία σου. Οπουδήποτε αλλού εκτός από τις ασκήσεις, σε αφήνει εντελώς ακάλυπτο· μπορείς να καταφέρεις ένα καλό χτύπημα ξεκινώντας απ’ αυτήν, αν αφήσεις τον άλλο να κινηθεί πρώτος, αλλά δεν θα μπορέσεις να αποφύγεις τη λεπίδα του.»
«Πρέπει να μου πει κάτι, Λαν. Αυτός ο άνεμος. Δεν ήταν φυσικός, και δεν με νοιάζει πόσο κοντά στη Μάστιγα είμαστε».