Выбрать главу

«Τον Ερωδιό που Βαδίζει στις Καλαμιές, βοσκέ. Και πρόσεχε τους καρπούς σου».

Από το νότο ακούστηκαν αχνά σαλπίσματα, μια φανφάρα, που δυνάμωσε αργά, με συνοδεία το σταθερό ταμ-ταμ-ΤΑΜ-ταμ των τυμπάνων. Ο Ραντ και ο Λαν κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, και μετά τα τύμπανα τους τράβηξαν στο τοιχίο του πύργου, για να κοιτάξουν προς το νότο.

Η πόλη είχε χτιστεί πάνω σε ψηλούς λόφους και είχαν καθαρίσει τη γη γύρω από τα τείχη της, έτσι ώστε να μη φυτρώνει τίποτα ψηλότερα από ύψος αστραγάλου σε απόσταση ενός χιλιομέτρου προς όλες τις κατευθύνσεις· στον πιο ψηλό λόφο έστεκε το οχυρό. Από την κορυφή του πύργου, ο Ραντ είχε ανεμπόδιστη θέα πάνω από τις καμινάδες και τις στέγες, ως το δάσος. Πρώτοι από τα δέντρα εμφανίστηκαν οι τυμπανιστές, δώδεκα τον αριθμό, που ύψωναν τα τύμπανα, καθώς βημάτιζαν με το δικό τους ρυθμό, στριφογυρνώντας τις οφύρες τους. Μετά έρχονταν οι σαλπιγκτές, με τις μακριές, αστραφτερές σάλπιγγές τους υψωμένες, παίζοντας συνεχώς θριαμβευτικά. Ο Ραντ από τόσο μακριά δεν μπορούσε να διακρίνει το πελώριο, τετράγωνο λάβαρο πίσω τους, το οποίο το χτυπούσε ο άνεμος. Ο Λαν όμως γρύλισε· ο Πρόμαχος είχε μάτια χιοναετού.

Ο Ραντ τον κοίταξε, μα ο Πρόμαχος δεν είπε τίποτα, προσηλωμένος ακόμα στη φάλαγγα που ερχόταν από το δάσος. Πάνοπλοι έφιπποι έβγαιναν από τα δέντρα και γυναίκες πάνω σ’ άλογα, επίσης. Έπειτα ήρθε ένα παλανκίνο, που το κουβαλούσαν ένα άλογο μπρος κι ένα πίσω, κι ακολούθησαν κι άλλοι καβαλάρηδες. Στίχοι πεζών, με τις σάρισες να υψώνονται από πάνω τους, σαν θάμνος γεμάτος αγκάθια, και τοξότες, που κρατούσαν το τόξο λοξά στο στήθος τους, βηματίζοντας στο ρυθμό των τυμπάνων. Οι σάλπιγγες ήχησαν πάλι. Σαν ερπετό που τραγουδούσε, η πομπή σύρθηκε προς το Φαλ Ντάρα.

Ο άνεμος μαστίγωνε το λάβαρο που ήταν ψηλότερο από άνθρωπο. Τόσο μεγάλο που ήταν, είχε έρθει αρκετά κοντά κι ο Ραντ το είδε καθαρά. Τα χρώματα που στροβιλίζονταν δεν του έλεγαν τίποτα, μα στην καρδιά είχε ένα σχήμα σαν κατάλευκο δάκρυ. Η ανάσα του πάγωσε στο λαρύγγι του. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον.

«Είναι μαζί τους ο Ίνγκταρ.» Ο Λαν μίλησε σαν να ’χε αλλού το νου του. «Γύρισε επιτέλους από το κυνήγι. Αρκετά έλειψε. Να είχε καθόλου τύχη;»

«Άες Σεντάι», ψιθύρισε ο Ραντ, όταν επιτέλους μπόρεσε. Όλες αυτές οι γυναίκες εκεί πέρα... Ναι, η Μουαραίν ήταν Άες Σεντάι, μα είχε ταξιδέψει μαζί της και μπορεί να μην την εμπιστευόταν εντελώς, αλλά τουλάχιστον την ήξερε. Ή νόμιζε ότι την ήξερε. Μα η Μουαραίν ήταν μονάχα μία. Τόσες πολλές Άες Σεντάι μαζεμένες, που έρχονταν με τέτοιο τρόπο, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του· όταν μίλησε, η φωνή του ακούστηκε βραχνή. «Γιατί τόσες πολλές, Λαν; Γιατί να έρθουν καν; Και με ταμπούρλα και σάλπιγγες και λάβαρο για να τις προαναγγείλει.»

Οι Άες Σεντάι ήταν αξιοσέβαστες στο Σίναρ, τουλάχιστον για τους περισσότερους ανθρώπους, και οι υπόλοιποι τις έβλεπαν με σεβασμό και φόβο, αλλά ο Ραντ είχε βρεθεί σε μέρη που τα πράγματα ήταν αλλιώς, που υπήρχε μονάχα ο φόβος και συχνά μίσος. Εκεί που είχε μεγαλώσει υπήρχαν κάποιοι που μιλούσαν για τις «μάγισσες της Ταρ Βάλον» όπως δα μιλούσαν για τον Σκοτεινό. Ο Ραντ προσπάθησε να μετρήσει τις γυναίκες, αλλά αυτές δεν είχαν σχηματισμό και τάξη, και τριγυρνούσαν με τα άλογά τους για συνομιλήσουν μεταξύ τους, ή με το άτομο στο παλανκίνο, όποιο κι αν ήταν αυτό. Ένιωσε να του σηκώνονται οι τρίχες. Είχε ταξιδέψει με τη Μουαραίν, και είχε ανταμώσει άλλη μια Άες Σεντάι, και είχε αρχίσει να θεωρεί τον εαυτό του κοσμογυρισμένο. Κανένας δεν έφευγε ποτέ από τους Δύο Ποταμούς, σχεδόν κανένας, αλλά αυτός είχε φύγει. Είχε δει πράγματα, τα οποία κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν είχε δει ποτέ, είχε κάνει πράγματα που οι άλλοι μονάχα τα ονειρεύονταν, αν τα όνειρά τους έφταναν τόσο μακριά. Είχε δει βασίλισσα και είχε γνωρίσει την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ, τα είχε βάλει με Μυρντράαλ και είχε ταξιδέψεις στις Οδούς, και τίποτα από κείνα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτή τη στιγμή.

«Γιατί τόσες πολλές;» ψιθύρισε ξανά.

«Η Έδρα της Άμερλιν ήρθε αυτοπροσώπως.» Ο Λαν τον κοίταξε, με έκφραση σκληρή και ανέκφραστη σαν βράχος. «Τέλος τα μαθήματα, βοσκέ.» Έκανε μια παύση, και του Ραντ σχεδόν του φάνηκε πως το πρόσωπό του έδειχνε συμπόνια. Μα, φυσικά, αυτό αποκλειόταν. «Καλύτερα να είχες φύγει καμιά βδομάδα πριν,» Ύστερα ο Πρόμαχος μάζεψε το πουκάμισό του και χάθηκε στη σκάλα μέσα στον πύργο.

Ο Ραντ κούνησε τη γλώσσα στο ξερό στόμα του. Κοίταξε τη φάλαγγα, η οποία πλησίαζε το Φαλ Ντάρα σαν να ήταν πραγματικό φίδι, Θανάσιμη οχιά. Τα τύμπανα και οι σάλπιγγες τραγουδούσαν δυνατά στα αυτιά του. Η Έδρα της Άμερλιν, που πρόσταζε τις Άες Σεντάι. Ήρθε εξαιτίας μου. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο λόγο.