Выбрать главу

Ήξεραν πολλά και διάφορα, είχαν γνώση που θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και δεν τολμούσε να ρωτήσει καμιά τους. Φοβόταν πως είχαν έρθει για να τον ειρηνέψουν. Κι επίσης φοβάσαι ότι δεν ήρθαν γι’ αυτό, παραδέχθηκε. Φως μου, δεν ξέρω τι μα τρομάζει πιο πολύ.

«Δεν ήθελα να διαβιβάσω τη Δύναμη», ψιθύρισε. «Κατά λάθος έγινε! Φως μου, δεν θέλω καμία σχέση μ’ αυτά. Ορκίζομαι ότι δεν θα την ξαναγγίξω! Το ορκίζομαι!»

Τινάχτηκε, όταν συνειδητοποίησε ότι η ομάδα των Άες Σεντάι έμπαινε από τις πύλες. Ο άνεμος στροβιλίστηκε με μανία, έκανε τον ιδρώτα του να μοιάζει με παγωμένες σταγόνες, τις σάλπιγγες να ακούγονται σαν ύπουλα γέλια· του Ραντ του φάνηκε ότι στον αέρα υπήρχε έντονη η οσμή ανοιχτού τάφου. Ο τάφος μου, αν κάτσω μαρμαρωμένος εδώ.

Άρπαξε το πουκάμισό του, κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα και άρχισε να τρέχει.

2

Το Καλωσόρισμα

Οι θάλαμοι του Φαλ Ντάρα, με τους λείους πέτρινους τοίχους, οι οποίοι ήταν λιτά διακοσμημένοι με κομψές, απλές ταπισερί και ζωγραφισμένα διαχωριστικά, έβραζαν από τα νέα της επικείμενης άφιξης της Έδρας της Άμερλιν. Οι υπηρέτες, ντυμένοι στα μαύρα και κι χρυσά, πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, τρέχοντας να ετοιμάσουν δωμάτια, ή να μεταφέρουν οδηγίες στις κουζίνες, ενώ έλεγαν αναστενάζοντας πως δεν θα πρόφταιναν να ετοιμάσουν τα πάντα για μια τέτοια προσωπικότητα, αφού δεν τους είχαν προειδοποιήθει. Οι μαυρομάτηδες πολεμιστές, με τα κεφάλια ξυρισμένα έτσι ώστε να αφήνουν μόνο έναν κότσο στην κορυφή, δεμένο με δερμάτινη λωρίδα, δεν έτρεχαν, αλλά τα βήματά τους έδειχναν βιασύνη και τα πρόσωπα τους έλαμπαν, με ενθουσιασμό που φυσιολογικά έδειχναν μόνο στη μάχη. Μερικοί από τους άνδρες μιλούσαν στον Ραντ, καθώς αυτός περνούσε τρέχοντας δίπλα τους.

«Α, εδώ είσαι, Ραντ αλ’Θορ. Η ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου. Πας να πλυθείς; Πρέπει να είσαι στην τρίχα, όταν σε παρουσιάσουν στην Έδρα της Άμερλιν. Θα θέλει να δει εσένα και τους δύο φίλους σου, όπως επίσης και τις γυναίκες, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό.»

Ο Ραντ πήγε με γοργό βήμα προς την φαρδιά σκάλα που έβγαζε πια καταλύματα των ανδρών, Ήταν τόσο πλατιά, που μπορούσαν να σταθούν είκοσι άνδρες ο ένας πλάι στον άλλον.

«Η Άμερλιν αυτοπροσώπως, απροειδοποίητα, λες κι είναι ο τελευταίος πραματευτής. Μάλλον ήρθε για τη Μουαραίν Σεντάι κι εσάς του νότιους, ε; Τι άλλο;»

Οι πλατιές Θύρες με το σιδερένιο δέσιμο στα καταλύματα των ανδρών ήταν ανοιχτές και σχεδόν φρακαρισμένες από άνδρες με κότσους, που μιλούσαν μ’ έξαψη για την άφιξη της Άμερλιν.

«Ε, νότιε! Η Άμερλιν είναι εδώ. Πρέπει να ’ρθε για σένα και τους φίλους σου. Μα την ειρήνη, τι τιμή για σένα! Σπάνια φεύγει από την Ταρ Βάλον και, απ’ όσο θυμάμαι, δεν έχει ξανάρθει στις Μεθόριες.»

Απέκρουσε την προσοχή τους με λίγες λέξεις. Έπρεπε να πλυθεί. Να βρει καθαρό πουκάμισο. Δεν είχε ώρα για συζήτηση. Εκείνοι νόμισαν ότι είχαν καταλάβει και τον άφησαν να φύγει. Κανείς τους δεν ήξερε το παραμικρό, μόνο ότι ο Ραντ και οι φίλοι του ταξίδευαν συντροφιά με μια Άες Σεντάι, ότι δυο από τους φίλους του ήταν γυναίκες, οι οποίες πήγαιναν στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευθούν ως Άες Σεντάι, αλλά τα λόγια τους τον έσφαζαν σαν να ήξεραν τα πάντα. Ήρθε για μένα.

Πέρασε τρεχάλα τα διαμερίσματα των ανδρών, όρμηξε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Ματ και τον Πέριν... και πάγωσε, μένοντας έκπληκτος με το στόμα να χάσκει. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο γυναίκες, που φορούσαν τα μαύρα και τα χρυσά και δούλευαν μεθοδικά. Δεν ήταν μεγάλο, και τα παράθυρά του, δύο ψηλές και στενές βελοθυρίδες, οι οποίες έβλεπαν σε μια από τις εσωτερικές αυλές, δεν βοηθούσαν για να φανεί μεγαλύτερο. Στο δωμάτιο στριμώχνονταν τρία κρεβάτια σε εξέδρες με μαύρα και χρυσά πλακάκια, και το καθένα είχε ένα σεντούκι στην άκρη του, τρεις απλές καρέκλες, μια λεκάνη πλάι στην πόρτα και μια ψηλή, πλατιά ντουλάπα ρούχων. Οι οκτώ γυναίκες εκεί μέσα έμοιαζαν με ψάρια σε πανέρι.

Οι γυναίκες μόλις που του έριξαν μια ματιά και συνέχισαν να βγάζουν τα ρούχα του —και του Ματ και του Πέριν— από την ντουλάπα και να τα αντικαθιστούν με καινούργια. Ό,τι έβρισκαν στις τσέπες το έβαζαν πάνω στα σεντούκια και τα παλιά ρούχα τα πετούσαν σε μια στοίβα, σαν να ήταν κουρέλια.

«Μα τι κάνετε;» ζήτησε να μάθει, όταν ανάσανε ξανά. «Αυτά είναι τα ρούχα μου!» Μια από τις γυναίκες μύρισε και έχωσε το δάχτυλο της σε μια τρύπα του μανικιού του μοναδικού παλτού του, έπειτα το πρόσθεσε στη στοίβα στο πάτωμα.

Μια άλλη, μια μελαχρινή γυναίκα με ένα μεγάλο κρίκο με κλειδιά στη μέση της, στήλωσε το βλέμμα της πάνω του. Ήταν η Ελάνσου, η σαταγιάν του οχυρού. Ο Ραντ θεωρούσε αυτή τη γυναίκα με το μυτερό πρόσωπο κάτι σαν οικονόμο του σπιτιού, αν και το σπίτι που φρόντιζε ήταν ένα φρούριο και δεκάδες υπηρέτες έτρεχαν στις προσταγές της. «Η Μουαραίν Σεντάι είπε ότι όλα σου τα ρούχα είναι φθαρμένα και η Αρχόντισσα Αμαλίζα έκανε καινούργια για να σου τα δώσει. Μην μπλέκεσαι στα πόδια μας», πρόσδεσε αυστηρά, «και θα τελειώσουμε αμέσως.» Η σαταγιάν μπορούσε να εκφοβίσει τους περισσότερους άνδρες εκεί για να κάνουν ό,τι ήθελε —ακόμα και τον Άρχοντα Άγκελμαρ, απ’ ό,τι λέγαν μερικοί— και προφανώς δεν περίμενε ότι δα της δημιουργούσε πρόβλημα ένας νεαρός, ο οποίος θα μπορούσε να είναι και γιος της.