Выбрать главу

Ο Ραντ κατάπιε τα λόγια που ετοιμαζόταν να πει· δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. Η Έδρα της Άμερλιν από λεπτό σε λεπτό θα έστελνε να τον φωνάξουν. «Τιμή στην Αρχόντισσα Αμαλίζα για το δώρο της», κατάφερε να πει με το τυπικό των Σιναρανών, «και τιμή σε σένα, Ελάνσου Σαταγιάν. Σε παρακαλώ να μεταφέρεις τα λόγια μου στην Αρχόντισσα Αμαλίζα, και να της πεις ότι είπα, η καρδιά και η ψυχή υπηρετούν.» Αυτό μάλλον θα ικανοποιούσε την αγάπη των Σιναρανών για τυπικότητες που είχαν οι δύο γυναίκες. «Προς το παρόν, όμως, συγχώρεσέ με, πρέπει να αλλάξω.»

«Πολύ ωραία», είπε μ’ ευχάριστο ύφος η Ελάνσου. «Η Μουαραίν Σεντάι είπε να πάρουμε όλα τα παλιά ρούχα. Ακόμα και τις κλωστές. Ακόμα και τα ασπρόρουχα.» Μερικές γυναίκες τον λοξοκοίταξαν. Καμία δεν έκανε να πλησιάσει την πόρτα.

Ο Ραντ δάγκωσε το μάγουλο του για να μην γελάσει υστερικά. Οι τρόποι του Σίναρ ήταν σε πολλά σημεία διαφορετικοί απ’ ό,τι είχε συνηθίσει και υπήρχαν μερικοί τους οποίους δεν θα συνήθιζε ποτέ, ακόμα κι αν ζούσε παντοτινά. Είχε συνηθίσει να κάνει μπάνιο τις μικρές ώρες του πρωινού, όταν οι μεγάλες πλακοστρωμένες πισίνες δεν είχαν κόσμο, από τη στιγμή που είχε ανακαλύψει ότι τις άλλες ώρες όλο και κάποια γυναίκα θα έμπαινε στο νερό μαζί του. Μπορεί να ήταν κάποια λαντζιέρα, μπορεί και η Αρχόντισσα Αμαλίζα, η ίδια η αδερφή του Άρχοντα Άγκελμαρ —τα μπάνια ήταν το μόνο μέρος του Σίναρ στο οποίο δεν υπήρχαν βαθμοί κι αξιώματα— που θα του ζητούσε να της τρίψει την πλάτη για να του ανταποδώσει με τον ίδιο τρόπο τη χάρη, ρωτώντας τον γιατί το πρόσωπό του ήταν τόσο κόκκινο, μήπως είχε περάσει πολλές ώρες στον ήλιο; Δεν είχαν αργήσει να καταλάβουν ότι κοκκίνιζε, και όλες οι γυναίκες του οχυρού έμοιαζαν γοητευμένες απ’ αυτή την αντίδρασή του.

Σε μια ώρα μπορεί να είμαι πεθαμένος, ή κάτι χειρότερο, κι αυτές θέλουν να με δουν να κοκκινίζω! Ξερόβηξε. «Αν περιμένετε έξω, θα σας δώσω τα υπόλοιπα. Στην τιμή μου.»

Μια γυναίκα χαχάνισε απαλά, τα χείλη της Ελάνσου έπαιξαν, αλλά η σαταγιάν ένευσε και έβαλε τις άλλες γυναίκες να πάρουν τους μπόγους που είχαν μαζέψει. Έμεινε τελευταία στο δωμάτιο, και κοντοστάθηκε για να προσθέσει, «Ακόμα και τις μπότες. Η Μουαραίν Σεντάι είπε τα πάντα.»

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, ύστερα το ξανάκλεισε. Τουλάχιστον οι μπότες του, που τις είχε φτιάξει ο Άλγουιν αλ’Βαν, ο τσαγκάρης του Πεδίου του Έμοντ, ήταν ακόμα καλές, τις είχε σπάσει και του έρχονταν βολικές. Αν όμως, εγκαταλείποντάς τις, έπειθε την σαταγιάν να τον αφήσει ήσυχο για να μπορέσει να φύγει, τότε θα της τις έδινε και θα έλεγε ό,τι του ζητούσε. Δεν είχε χρόνο. «Ναι. Ναι, φυσικά. Στην τιμή μου.» Έσπρωξε το φύλλο της πόρτας, αναγκάζοντάς την να βγει έξω.

Όταν έμεινε μόνος, έπεσε στο κρεβάτι για να βγάλει τις μπότες του —μα ήταν ακόμα καλές, λιγάκι τριμμένες, το δέρμα σε μερικά σημεία είχε σκάσει, αλλά φοριόνταν και τις είχε σπάσει έτσι που ταίριαζαν στα πόδια του— και μετά γδύθηκε βιαστικά, σώριασε τα ρούχα πάνω στις μπότες και πλύθηκε βιαστικά στη λεκάνη. Το νερό ήταν κρύο· το νερό ήταν πάντα κρύο στα διαμερίσματα των ανδρών.

Η ντουλάπα είχε τρεις πλατιές πόρτες, σκαλισμένες με τον απλό Σιναρανό τρόπο, έτσι ώστε υπαινίσσονταν μια σειρά από καταρράκτες και βραχώδεις λιμνούλες χωρίς να τα δείχνουν ξεκάθαρα. Άνοιξε τη μεσαία πόρτα και κοίταξε για μια στιγμή τι είχε αντικαταστήσει τα λίγα ρούχα που είχε φέρει μαζί του. Δώδεκα παλιά με ψηλά κολάρα, από το πιο μαλακό μαλλί και πιο καλοραμμένα απ’ ό,τι είχε δει ποτέ να φορά έμπορος ή άρχοντας, τα πιο πολλά κεντημένα σαν γιορτινά. Δώδεκα! Τρία πουκάμισα για κάθε παλτό· τόσο λινά όσο και μεταξωτά, με φαρδιά μανίκια και στενά μανικέτια. Δύο μανδύες. Δύο, ενώ όλη του τη ζωή τα βόλευε μια χαρά με έναν. Ο ένας μανδύας ήταν απλός, από ανθεκτικό μαλλί σκουροπράσινου χρώματος, ο άλλος μπλε, με σκληρό γιακά με χρυσοκέντητους ερωδιούς... και ψηλά, αριστερά στο στήθος, εκεί που ένας άρχοντας θα είχε το οικόσημό του...