Выбрать главу

Το χέρι του πλησίασε από μόνο του το μανδύα. Σαν να μην ήξεραν τι θα ένιωθαν, τα δάχτυλά του χάιδεψαν το κεντημένο ερπετό που ήταν κουλουριασμένο, σχεδόν σχηματίζοντας κύκλο, ένα ερπετό όμως που είχε τέσσερα πόδια και χαίτη λιονταρίσια, χρυσό και πορφυρό, με πέντε χρυσαφένια γαμψώνυχα σε κάθε πόδι. Το χέρι του τινάχτηκε, σαν να είχε καεί. Βοήθησε με, Φως μου! Η Αμαλίζα να το έκανε αυτό, ή η Μουαραίν; Πόσοι το είδαν; Πόσοι ξέρουν τι είναι, τι σημαίνει; Κι ένας να το ξέρα πολύ είναι. Που να καώ, πάει να με σκοτώσει. Η άτιμη η Μουαραίν δεν μου μιλάει καν, μα τώρα μου έδωσε ωραία καινούργια ρούχα, για να πεθάνω φορώντας τα!

Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε σχεδόν να πηδήξει στον αέρα.

«Τελείωσες;» ακούστηκε η φωνή της Ελάνσου. «Ακόμα και τις κλωστές. Καλύτερα να...» Ένα τρίξιμο, σαν να έστριβε το πόμολο.

Ο Ραντ τινάχτηκε, όταν κατάλαβε ότι ήταν ακόμα γυμνός. «Τελείωσα», φώναξε. «Μα την ειρήνη! Μην μπεις μέσα!» μάζεψε βιαστικά ό,τι φορούσε, και τις μπότες και τα πάντα. «Τα φέρνω!» Κρύφτηκε πίσω από την πόρτα, την άνοιξε μόνο όσο χρειαζόταν για να βάλει το μπόγο στην αγκαλιά της σαταγιάν. «Αυτά είναι όλα.»

Εκείνη προσπάθησε να κοιτάξει από το άνοιγμα. «Είσαι σίγουρος; Η Μουαραίν Σεντάι είπε τα πάντα. Μήπως θα ήταν καλύτερα να ρίξω μια ματιά—»

«Όλα είναι», μούγκρισε εκείνος. «Στην τιμή μου!» Της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα, σπρώχνοντάς την με τον ώμο του, και άκουσε γέλιο από την άλλη μεριά.

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ντύθηκε βιαστικά. Δεν έβρισκε απίθανο ότι κάποια τους Θα έβρισκε πρόφαση για να μπει με το ζόρι ούτως ή άλλως. Το γκρι παντελόνι ήταν πιο σφιχτό απ’ όσο είχε συνηθίσει, αλλά και πάλι ήταν άνετο, και το πουκάμισο, με τα φουσκωτά μανίκια του, ήταν αρκετά λευκό για να ικανοποιήσει κάθε νοικοκυρά του Πεδίου του Έμοντ τη μέρα της μπουγάδας. Οι μπότες, που έφταναν ως το γόνατο του, ταίριαζαν, σαν να τις φορούσε ολόκληρο χρόνο. Ήλπισε αυτό να οφειλόταν στην δουλειά ενός καλού υποδηματοποιού και να μην αποτελούσε έργο των Άες Σεντάι.

Όλα αυτά τα ρούχα θα έκαναν ένα δέμα ψηλό σαν κι αυτόν. Αλλά είχε μάθει πάλι στις ανέσεις, τα καθαρά πουκάμισα, το ότι δεν φορούσε τα ίδια παντελόνια κάθε μέρα μέχρι που ο ιδρώτας και το χώμα να τα κάνουν πιο σκληρά κι από τις μπότες του κι αυτός να συνεχίζει πάλι να τα φορά. Πήρε τα σακίδια της σέλας από το σεντούκι και έχωσε μέσα ό,τι μπορούσε, έπειτα άπλωσε απρόθυμα το φανταχτερό μανδύα στο κρεβάτι και έβαλε πάνω του μερικά ακόμα πουκάμισα και παντελόνια. Όταν τον δίπλωσε με το επικίνδυνο σήμα από μέσα και το έδεσε με σχοινί για να το κρεμάσει από τον ώμο του, δεν έμοιαζε διαφορετικό από τα μπαγκάζια που είχε δει να κουβαλάνε άλλοι νεαροί στο δρόμο.

Σαλπίσματα ήχησαν από τις βελοθυρίδες, σάλπιγγες απ’ έξω, οι οποίες έπαιζαν μια φανφάρα πέρα από τα τείχη, και σάλπιγγες που αποκρίνονταν από τους πύργους του οχυρού.

«Θα το ξηλώσω, όταν βρω ευκαιρία», μουρμούρισε. Είχε δει γυναίκες να ξηλώνουν κέντημα όταν έκαναν λάθος, ή όταν είχαν αλλάξει γνώμη για το σχέδιο, και δεν φαινόταν πολύ δύσκολο.

Τα υπόλοιπα ρούχα —τα περισσότερα, δηλαδή— τα ξανάχωσε στην ντουλάπα. Δεν ήταν ανάγκη να αφήσει ενδείξεις της φυγής του για να τις βρει ο πρώτος που θα έχωνε το κεφάλι του στο δωμάτιο.

Ακόμα συνοφρυωμένος, γονάτισε πλάι στο κρεβάτι του. Οι πλακοστρωμένες εξέδρες στις οποίες κάθονταν τα κρεβάτια ήταν σόμπες· εκεί η φωτιά, που την άφηναν να σιγοκαίει ολονυχτίς, μπορούσε να κρατήσει το κρεβάτι ζεστό ακόμα και την πιο κρύα νύχτα του Σιναρανού χειμώνα. Ο Ραντ δεν είχε συνηθίσει σε τόση παγωνιά τις νύχτες τέτοια εποχή, αλλά τώρα οι κουβέρτες του έφταναν για να ζεσταθεί. Άνοιξε το πορτάκι της σόμπας και έβγαλε ένα δέμα, που δεν μπορούσε να το αφήσει πίσω. Ευτυχώς που η Ελάνσου δεν είχε σκεφτεί ότι θα ’βαζε κανείς ρούχα σε κείνο το μέρος.

Ακούμπησε το δέμα πάνω στις κουβέρτες, έλυσε τη μια άκρη και την ξεδίπλωσε. Ήταν ο μανδύας ενός βάρδου, γυρισμένος το μέσα-έξω για να κρύβει τα εκατοντάδες μπαλώματα που τον κάλυπταν, μπαλώματα σ’ ό,τι μέγεθος και χρώμα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο μανδύας δεν ήταν τρύπιος· τα μπαλώματα ήταν το διακριτικό βάρδου. Ενός βάρδου, κάποτε.

Μέσα του ήταν τυλιγμένες δύο θήκες από σκληρό πετσί. Η πιο μεγάλη είχε μια άρπα, την οποία ο Ραντ δεν άγγιζε ποτέ. Αυτή η άρπα δεν φτιάχτηκε για τα αδέξια δάχτυλα ενός αγρότη, μικρέ. Η άλλη, μακριά και λεπτή, έκρυβε ένα φλάουτο με χρυσά και αργυρά σκαλίσματα, το οποίο είχε χρησιμοποιήσει για να κερδίσει ψωμί και στέγη αρκετές φορές από τότε που είχε φύγει από το σπίτι του. Ο βάρδος, ο Θομ Μέριλιν, του είχε μάθει να παίζει αυτό το φλάουτο πριν πεθάνει. Ο Ραντ, κάθε φορά που το άγγιζε, θυμόταν τον Θομ, με το έντονο, γαλανό βλέμμα και τα μακριά λευκά μουστάκια, τον θυμόταν να του βάζει στα χέρια το δέμα και να του φωνάζει να τρέξει. Ύστερα και ο Θομ είχε αρχίσει να τρέχει —και στα χέρια του είχαν εμφανιστεί μαχαίρια, ως δια μαγείας, σαν να έδινε παράσταση— για να σταματήσει τον Μυρντράαλ, που ερχόταν να τους σκοτώσει.