Выбрать главу

Ανατρίχιασε και ξανάδεσε το μανδύα. «Αυτό τελείωσε.» Σκέφτηκε τον άνεμο στην κορυφή του πύργου και πρόσθεσε, «Παράξενα πράγματα συμβαίνουν τόσο κοντά στη Μάστιγα.» Δεν ήξερε αν το πίστευε, τουλάχιστον με τον τρόπο που φαινόταν να το εννοεί ο Λαν. Πάντως, ανεξάρτητα από τον ερχομό της Έδρας της Άμερλιν, είχε παρακαθίσει στο Φαλ Ντάρα.

Φόρεσε το μανδύα που είχε αφήσει έξω —είχε ένα βαθυπράσινο χρώμα, που του θύμιζε τα δάση στο σπίτι, τη φάρμα του Ταμ στο Δυτικό Δάσος όπου είχε μεγαλώσει, και το Νεροδάσος, όπου είχε μάθει να κολυμπά— και φόρεσε το σπαθί με το σήμα του ερωδιού στη μέση του, κρεμώντας από την άλλη μεριά τη φαρέτρα, απ’ όπου τα βέλη ξεπρόβαλλαν σαν αγκάθια. Το τόξο του, με τη χορδή λυμένη, βρισκόταν ακουμπισμένο στη γωνία, μαζί με τα τόξα του Ματ και του Πέριν· το ξύλο του τόξου ήταν δυο χέρια ψηλότερό του. Το είχε φτιάξει μόνος του όταν είχε έρθει στο Φαλ Ντάρα, κι εκτός από τον ίδιο, μόνο ο Λαν και ο Πέριν μπορούσαν να το λυγίσουν. Έβαλε τη διπλωμένη κουβέρτα του και τον καινούργιο μανδύα του στις Θηλιές των δεμάτων, τα κρέμασε και τα δύο από τον αριστερό ώμο του, έριζε τα σακίδια της σέλας από πάνω κι έπιασε το τόξο. Άφηνε ελεύθερο το χέρι με το οποίο πιάνεις το σπαθί, σκέφτηκε. Να δείχνεις επικίνδυνος. Ίσως κάποιος να το πιστέψει.

Μισάνοιξε την πόρτα, είδε ότι ο διάδρομος φαν σχεδόν άδειος· ένας υπηρέτης με λιβρέα πέρασε φουριόζος, μα ούτε που κοίταξε τον Ραντ. Μόλις έσβησε ο ήχος των βημάτων του άλλου, ο Ραντ βγήκε στο διάδρομο.

Προσπάθησε να περπατά φυσικά, άνετα, αλλά με τα σακίδια στον ώμο και τους μπόγους στον ώμο ήξερε με τι έμοιαζε, σαν άνθρωπος που ξεκινούσε για μακρύ ταξίδι χωρίς να σκοπεύει να ξαναγυρίσει. Οι σάλπιγγες ήχησαν πάλι, κι εδώ, μέσα στο οχυρό, ακούστηκαν πιο αμυδρές.

Ο Ραντ είχε άλογο, έναν ψηλό ρούσσο επιβήτορα στο βόρειο στάβλο, που λεγόταν ο Στάβλος του Άρχοντα και ήταν κοντά στη μικρή πύλη που χρησιμοποιούσε ο Άρχοντας Άγκελμαρ όταν έβγαινε με το άλογο. Ούτε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα, ούτε η οικογένειά του θα πήγαιναν για ιππασία σήμερα, όμως, και ο στάβλος ίσως να ήταν άδειος, με εξαίρεση τους σταβλίτες, Για να φτάσει κανείς στο Στάβλο του Άρχοντα από το δωμάτιο του Ραντ υπήρχαν δύο τρόποι. Ο ένας θα τον έφερνε γύρω από το οχυρό, πίσω από τον ιδιωτικό κήπο του Άρχοντα Άγκελμαρ, μετά από τη αντίπερα μεριά και μέσα από το πεταλωτήριο, που κι αυτό τώρα θα ήταν άδειο, και θα κατέληγε στην αυλή του στάβλου. Ο άλλος δρόμος ήταν πολύ πιο σύντομος· πρώτα θα περνούσε από την εξωτερική αυλή, όπου σχεδόν αυτή τη στιγμή έφτανε η Έδρα της Άμερλιν μαζί με καμιά δεκαριά Άες Σεντάι, ή και περισσότερες.

Το πετσί του ανατρίχιασε μ’ αυτή τη σκέψη· δεν ήθελε άλλα μπλεξίματα με τις Άες Σεντάι. Έστω και με μία, και πάλι πολύ ήταν. Το έλεγαν τα παραμύθια και ο Ραντ ήξερε ότι ήταν γεγονός. Αλλά δεν ξαφνιάστηκε, όταν τα πόδια του τον τράβηξαν μόνα τους προς την εξωτερική αυλή. Δεν Θα έβλεπε ποτέ τη Θρυλική Ταρ Βάλον —δεν μπορούσε να το ρισκάρει, ούτε τώρα ούτε ποτέ άλλοτε— αλλά Θα μπορούσε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην Έδρα της Άμερλιν πριν φύγει. Θα ήταν σαν να έβλεπε βασίλισσα. Μα δεν μπορεί να είναι επικίνδυνο να κοιτάξω, έτσι από μακριά. Θα συνεχίσω το δρόμο μου και θα φύγω, πριν καταλάβει καν ότι πέρασα από κει.

Άνοιξε τη βαριά πόρτα με τη σιδερένια ενίσχυση που έβγαζε στην εξωτερική αυλή και βγήκε σιωπηλά. Υπήρχε κόσμος στο διάδρομο των σκοπών, στην κορυφή κάθε τείχους· στρατιώτες με κότσο, υπηρέτες με λιβρέες, εργάτες ακόμα λασπωμένοι, όλοι κολλητά ο ένας στον άλλον, παιδιά που κάθονταν σε ώμους μεγάλων για να δουν πάνω από το κεφάλι τους, ή που στριμώχνονταν γύρω από τα γόνατα και τη μέση τους για να κρυφοκοιτάξουν. Ακόμα και τα μπαλκόνια των τοξοτών ξεχείλιζαν, σαν βαρέλια με μήλα, και πρόσωπα ξεμύτιζαν ακόμα και από τις βελοθυρίδες στα τείχη. Ένα πυκνό ανθρώπινο πλήθος στεκόταν αντίκρυ στην πλατεία σαν άλλο ένα τείχος. Κι όλοι έβλεπαν και περίμεναν σιωπηλά.

Ο Ραντ προχώρησε, ανοίγοντας δρόμο πλάι στο τείχος, μπροστά από τους πάγκους των σιδεράδων και των κατασκευαστών βελών που περικύκλωναν την αυλή —το Φαλ Ντάρα ήταν φρούριο, όχι παλάτι, παρά το μέγεθος και την τραχιά μεγαλοπρέπειά του, και τα πάντα εξυπηρετούσαν αυτό το σκοπό— ζητώντας χαμηλόφωνα συγνώμη από τους ανθρώπους που έσπρωχνε. Μερικοί κοίταζαν γύρω κατσουφιάζοντας, και κάποιοι έριχναν και δεύτερη ματιά στα σακίδια και χα δέματά του, κανένας όμως δεν έσπαζε τη σιωπή. Οι περισσότεροι δεν κοίταζαν καν αυτόν που τους σκουντούσε.