Выбрать главу

Ο Ραντ μπορούσε άνετα να δει πάνω από τα κεφάλια των περισσοτέρων, όσο για να διακρίνει τι συνέβαινε στην αυλή. Λίγο πιο μέσα από την κεντρική πύλη, μια σειρά ανδρών στεκόταν πλάι στα άλογά τους, δεκάξι συνολικά. Δεν υπήρχαν δυο που να έχουν όμοια πανοπλία ή σπαθί, και κανένας δεν έμοιαζε με τον Λαν, αλλά ο Ραντ δεν αμφέβαλλε ότι ήταν Πρόμαχοι. Στρογγυλά πρόσωπα, τετράγωνα πρόσωπα, μακρουλά πρόσωπα, στενά πρόσωπα, όλοι τους είχαν την ίδια έκφραση, σαν να έβλεπαν και να άκουγαν πράγματα, που δεν έφταναν στα μάτια και τα αυτιά των άλλων ανθρώπων. Έτσι όπως στέκονταν νωχελικά, έμοιαζαν πιο θανάσιμοι κι από κοπάδι λύκων. Μόνο μια ομοιότητα ακόμα υπήρχε. Όλοι μα όλοι φορούσαν τον μανδύα που άλλαζε χρώματα, τον οποίο ο Ραντ είχε πρωτοδεί να φορά ο Λαν, τον μανδύα που συχνά έμοιαζε να γίνεται ένα μ’ ό,τι ήταν πίσω του. Ήταν θέαμα που ενοχλούσε το βλέμμα κι έφερνε ταραχή, τόσοι άνδρες μ’ αυτούς τους μανδύες.

Δώδεκα απλωσιές μπροστά από τους Πρόμαχους, μια σειρά γυναικών στεκόταν πλάι στα κεφάλια των αλόγων τους, με τις κουκούλες τους ριγμένες πίσω. Ο Ραντ τώρα μπορούσε να τις μετρήσει. Δεκατέσσερις. Δεκατέσσερις Άες Σεντάι. Αυτό πρέπει να ήταν. Ψηλές και κοντές, λεπτές και παχουλές, ξανθές και μελαχρινές, με μαλλιά κοντά ή μακριά, αφημένα να πέφτουν στους ώμους ή πλεγμένα πλεξούδες, με ρούχα διαφορετικά, όπως και των Προμάχων, με κάθε μια τους να φορά κάτι διαφορετικό σε κόψιμο και χρώμα. Όμως κι αυτές επίσης είχαν μια ομοιότητα, κάτι που ήταν φανερό μόνο όταν στέκονταν έτσι μαζί. Όλες μα όλες έμοιαζαν αγέραστες. Ο Ραντ έτσι από μακριά θα έλεγε ότι ήταν όλες νεαρές, αλλά ήξερε ότι από πιο κοντά θα ήταν σαν τη Μουαραίν. Θα έδειχναν νέες, αλλά όχι ακριβώς, η επιδερμίδα τους θα ήταν απαλή, αλλά τα πρόσωπα υπερβολικά ώριμα για νιότη, τα μάτια τους θα παραέδειχναν έμπειρα.

Πιο κοντά; Βλάκα! Ακόμα κι εδώ παραείμαι κοντά! Που να καώ, έπρεπε να πάρω τον μακρύτερο δρόμο. Προχώρησε προς τον προορισμό του, άλλη μια πόρτα με σιδερένια ενίσχυση στην άλλη άκρη της αυλής, αλλά δεν μπορούσε να μην κοιτάζει.

Οι Άες Σεντάι, αγνοούσαν ατάραχες τους θεατές και είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο παλανκίνο με τις κουρτίνες, που τώρα ήταν στο κέντρο της αυλής. Τα άλογα στέκονταν ακίνητα, σαν να κρατούσαν ιπποκόμοι τα γκέμια τους, μα υπήρχε μόνο μια γυναίκα δίπλα στο παλανκίνο, με πρόσωπο Άες Σεντάι, η οποία δεν έδινε σημασία στα άλογα. Το ραβδί που κρατούσε όρθιο μπροστά της και με τα δύο χέρια ήταν ψηλό όσο η ίδια, και η χρυσή φλόγα στην οποία κατέληγε υψωνόταν πάνω από τα μάτια της.

Ο Άρχοντας Άγκελμαρ αντίκριζε το παλανκίνο από την άλλη άκρη της αυλής, ευθυτενής και γεροδεμένος και ανέκφραστος. Το θαλασσί χιτώνιο του με το ψηλό κολάρο είχε το σήμα του Οίκου Τζάγκαντ, τρεις κόκκινες αλεπούδες που τρέχουν, όπως επίσης και το σκυμμένο μαύρο γεράκι του Σίναρ. Πλάι του στεκόταν ο Ρόναν, μαραμένος από τα χρόνια, μα ακόμα ψηλός· τρεις αλεπούδες σκαλισμένες σε κόκκινη αβατίνη έστεφαν την κορυφή του ραβδιού που κρατούσε ο σαμπαγιάν. Ο Ρόναν ήταν ισότιμος της Ελάνσου στην ιεραρχία του οχυρού, σαμπαγιάν μαζί με σαταγιάν, όμως η Ελάνσου δεν άφηνε άλλες δουλειές γι’ αυτόν παρά μόνο τις τελετές και το ρόλο του γραμματέα του Άρχοντα Άγκελμαρ. Οι κότσοι και των δυο ανδρών ήταν άσπροι σαν το χιόνι.

Όλοι —οι Πρόμαχοι, οι Άες Σεντάι, ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα και ο σαμπαγιάν του— στέκονταν μαρμαρωμένοι. Το πλήθος που παρακολουθούσε έμοιαζε να κρατά την ανάσα του. Ο Ραντ, άθελά του, σταμάτησε.

Ξαφνικά ο Ρόναν χτύπησε δυνατά το ραβδί του τρεις στις μεγάλες πλάκες, φωνάζοντας μέσα στη σιωπή, «Ποιος έρχεται εδώ; Ποιος έρχεται εδώ; Ποιος έρχεται εδώ;»

Η γυναίκα πλάι στο παλανκίνο χτύπησε τρεις φορές το ραβδί της σε απάντηση. «Η Φύλακας των Σφραγίδων. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον. Η Έδρα της Άμερλιν».

«Γιατί να φυλάμε;» ζήτησε να μάθει ο Ρόναν.

«Για την ελπίδα της ανθρωπότητας», αποκρίθηκε η ψηλή γυναίκα.

«Ενάντια σε ποιον φρουρούμε;»

«Τη σκιά του μεσημεριού».

«Πόσον καιρό θα φρουρούμε;»

«Από την αυγή ως την αυγή, όσο γυρνά ο Τροχός του Χρόνου».

Ο Άγκελμαρ υποκλίθηκε και ο λευκός κότσος του σάλεψε στο αεράκι. «Το Φαλ Ντάρα προσφέρει ψωμί κι αλάτι και καλωσόρισμα. Καλωσόριστη είναι η Φλόγα της Ταρ Βάλον στο Φαλ Ντάρα, επειδή εδώ είμαστε και φυλάμε, εδώ κρατάμε το Σύμφωνο. Καλωσόρισες».

Η ψηλή γυναίκα τράβηξε την κουρτίνα του παλανκίνου και η Έδρα της Άμερλιν βγήκε έξω. Μελαχρινή, αγέραστη σαν όλες τις Άες Σεντάι, το βλέμμα της πλανήθηκε στους μαζεμένους θεατές καθώς σηκωνόταν. Ο Ραντ έκανε ένα στιγμιαίο μορφασμό, όταν η ματιά της πέρασε από πάνω του· ένιωσε σαν να τον είχε αγγίξει. Αλλά τα μάτια της τον προσπέρασαν και κατέληξαν στον Άρχοντα Άγκελμαρ. Ένας υπηρέτης με λιβρέα γονάτισε δίπλα της, κρατώντας έναν ασημένιο δίσκο με διπλωμένες πετσέτες που άχνιζαν. Εκείνη σκούπισε μ’ επισημότητα τα χέρια της και έφερε το υγρό πανί στο πρόσωπό της. «Σ’ ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, γιε μου. Είθε το Φως να φωτίζει τον Οίκο τον Οίκο Τζάγκαντ. Είδε το Φως να φωτίζει το Φαλ Ντάρα και τους ανθρώπους του».