Выбрать главу

Ο Άγκελμαρ υποκλίθηκε ξανά. «Μας τιμάς, Μητέρα». Δεν φαινόταν παράξενο, που αυτή τον αποκαλούσε γιο κι αυτός την έλεγε Μητέρα, παρ’ όλο που αν σύγκρινε κανείς χα λεία μάγουλά της με το σκαμμένο πρόσωπό του θα έλεγε ότι ήταν πατέρας της, ή ακόμα και παππούς της. Η ισχύς της παρουσίας της έφτανε και ξεπερνούσε τη δική του. «Ο Οίκος Τζάγκαντ είναι δικός σου. Το Φαλ Ντάρα είναι δικό σου».

Ζητωκραυγές υψώθηκαν απ’ όλες τις πλευρές κι αντήχησαν στα τείχη του οχυρού, σαν κύματα που σκάνε σε βράχια.

Ο Ραντ τρεμούλιασε και έσπευσε στην πάρια που θα τον έσωζε, χωρίς να τον νοιάζει τώρα ποιον έσπρωχνε. Η φαντασία σου είναι. Η Άμερλιν δεν ξέρει καν ποιος είσαι. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Μα το αίμα και τις στάχτες, αν με... Δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα είχε συμβεί, αν είχε καταλάβει ποιος ήταν, τι ήταν. Τι θα συνέβαινε, όταν τελικά το μάθαινε. Αναρωτήθηκε αν εκείνη είχε σχέση με τον αέρα στον πύργο· οι Άες Σεντάι ήξεραν από τέτοια κόλπα. Όταν πέρασε την πόρτα και την έκλεισε βροντερά πίσω του, πνίγοντας το βρυχηθμό του καλωσορίσματος, που ακόμα τράνταζε την αυλή, ανάσανε βαθιά με ανακούφιση.

Οι διάδρομοι εδώ ήταν άδειοι, όπως και οι άλλοι που είχε περάσει, και παραλίγο θα άρχιζε να τρέχει. Πέρασε από μια μικρότερη αυλή, που στο κέντρο της ένα σιντριβάνι ανάβλυζε, μπήκε σ’ άλλον ένα διάδρομο και βγήκε σε μια λιθόστρωτη αυλή στάβλου. Ο Στάβλος του Άρχοντα, κατασκευασμένος μέσα στο τείχος του οχυρού, στεκόταν ψηλός και μακρύς, με μεγάλα παράθυρα ανοιγμένα στα τείχη και άλογα σε δύο πατώματα. Το πεταλωτήριο στην άλλη πλευρά της αυλής ήταν βουβό, αφού ο πεταλουργός και οι βοηθοί του είχαν πάει να δουν το Καλωσόρισμα.

Ο Τέμα, ο αρχισταβλίτης με το τραχύ, μελαψό πρόσωπο, τον αντάμωσε στις πλατιές πόρτες με μια βαθιά υπόκλιση, αγγίζοντας πρώτα το μέτωπο και μετά την καρδιά του. «Με το πνεύμα και την καρδιά υπηρετεί, Άρχοντά μου. Πώς μπορεί να σε υπηρετήσει ο Τέμα, Άρχοντά μου;» Δεν υπήρχε εδώ ο κότσος των πολεμιστών· τα μαλλιά του Τέμα στέκονταν στο κεφάλι του σαν αναποδογυρισμένη γκρίζα κούπα.

Ο Ραντ αναστέναξε. «Για εκατοστή φορά, Τέμα, δεν είμαι άρχοντας».

«Όπως επιθυμεί ο Άρχοντάς μου». Η υπόκλιση του σταβλίτη τώρα ήταν ακόμα πιο βαθιά.

Γι’ αυτό το πρόβλημα έφταιγε το όνομά του, και μια ομοιότητα. Ραντ αλ’Θορ. Αλ’Λαν Μαντράγκοραν. Για τον Λαν, σύμφωνα με τα έθιμα της Μαλκίρ, το βασιλικό «αλ» ανήγγειλε πως ήταν Βασιλιάς, αν και ο ίδιος προσωπικά ποτέ δεν το χρησιμοποιούσε. Για τον Ραντ, το «αλ» ήταν απλώς ένα κομμάτι του ονόματος του, αν κι είχε ακούσει ότι κάποτε, πριν πολύ καιρό, πριν οι Δύο Ποταμοί ονομαστούν Δύο Ποταμοί, η λέξη σήμαινε «γιος του». Μερικοί υπηρέτες του οχυρού του Φαλ Ντάρα, όμως, το είχαν πάρει σαν να σήμαινε πως ήταν κι αυτός βασιλιάς, ή έστω πρίγκιπας. Φέρνοντας συνεχώς αντιρρήσεις, κατάφερε να γίνει απλός άρχοντας. Ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε· τόσες υποκλίσεις και φιλοφρονήσεις δεν έβλεπε ούτε μπροστά στον Άρχοντα Άγκελμαρ.

«Θέλω να σελώσεις τον Κοκκινοτρίχη, Τέμα». Ήξερε ότι κακώς θα ζητούσε να το κάνει μόνος του· ο Τέμα δεν θα άφηνε τον Ραντ να λερώσει τα χέρια του. «Σκέφτηκα να περάσω μερικές μέρες τριγυρνώντας στην εξοχή γύρω από την πόλη». Με μερικές μέρες ταξίδι στην πλάτη του ρούσου επιβήτορα θα έφτανε στον Ποταμό Ερίνιν, ή θα περνούσε τα σύνορα με το Αράφελ. Εκεί θα με χάσουν δια παντός.

Ο σταβλίτης διπλώθηκε στα δύο, κι έμεινε έτσι λυγισμένος. «Συγχώρα με, Άρχοντά μου», ψιθύρισε βραχνά. «Συγχώρα με, αλλά ο Τέμα δεν μπορεί να υπακούσει».

Ο Ραντ κοκκίνισε από αμηχανία, κοίταξε με αγωνία γύρω —δεν φαινόταν κανένας— και άρπαζε τον άλλο από τον ώμο και τον τράβηξε να σηκωθεί. Μπορεί να μην κατάφερνε να εμποδίσει αυτό το φέρσιμο του Τέμα και μερικών άλλων, αλλά προσπαθούσε να μην το δει κανείς άλλος. «Γιατί όχι, Τέμα; Τέμα, κοίτα με, σε παρακαλώ. Γιατί όχι;»

«Είναι διαταγή, Άρχοντά μου», είπε ο Τέμα, πάλι ψιθυριστά. Το βλέμμα του χαμήλωνε συνεχώς, όχι από φόβο, αλλά από ντροπή που δεν μπορούσε να κάνει αυτό που ζητούσε ο Ραντ. Οι Σιναρανοί αντιμετώπιζαν την ντροπή όπως άλλοι άνθρωποι την κατηγορία της κλεψιάς. «Κανόνα άλογο δεν θα φύγει από αυτό το στάβλο, αν δεν έρθουν άλλες διαταγές. Από κανένα στάβλο του οχυρού, Άρχοντά μου».