Выбрать главу

Αναρωτήθηκε αδιάφορα αν κάποιος έπρεπε να κανονίσει τους υπηρέτες μετά από αυτή τη συνάντηση. Οι υπηρέτες ακούνε τα πάντα. Καθώς η κοπέλα όρθωνε το κορμί της, ο Μπορς έπιασε το βλέμμα της πάνω από εκείνο το γλυκό χαμόγελο. Μάτια ανέκφραστα. Μάπα άδεια. Τα μάπα μιας κούκλας. Μάτια πιο νεκρά κι από το θάνατο.

Ανατρίχιασε, καθώς η κοπέλα απομακρυνόταν με κομψές κινήσεις και έφερε το κύπελλο στα χείλη του, πριν προλάβει να κρατηθεί. Η ανατριχίλα που ένιωθε δεν οφειλόταν σ’ αυτό που είχαν κάνει στην κοπέλα. Αντίθετα, κάθε φορά που του φαινόταν πως είχε εντοπίσει κάποια αδυναμία σ’ αυτούς που τώρα υπηρετούσε, έβρισκε ότι τον είχαν προλάβει, και η υποτιθέμενη αδυναμία είχε διευθετηθεί με αδυσώπητη ακρίβεια, που του προκαλούσε κατάπληξη. Και ανησυχία. Ο πρώτος κανόνας της ζωής του ήταν να ψάχνει για αδυναμίες, διότι κάθε αδυναμία ήταν μια χαραμάδα, την οποία μπορούσε να σκάψει και να ανοίξει και να εκμεταλλευτεί. Αν οι τωρινοί του αφέντες, οι προσωρινοί του αφέντες, δεν είχαν καμία αδυναμία...

Συνοφρυώθηκε πίσω από τη μάσκα, καθώς περιεργαζόταν τους συντρόφους του. Τουλάχιστον αυτοί είχαν περίσσιες αδυναμίες. Τους πρόδιδε η νευρικότητά τους, ακόμα κι εκείνους που είχαν αρκετή σύνεση για να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Αυτός εδώ έστεκε με άκαμπτο κορμί, η άλλη εκεί έστρωνε το φόρεμά της με σπασμωδικές κινήσεις.

Κατά την εκτίμηση του, ο ένας στους τέσσερις από τους ανθρώπους εδώ δεν είχαν κάνει τον κόπο να χρησιμοποιήσουν άλλο τρόπο μεταμφίεσης πέρα από τις μαύρες μάσκες. Τα ρούχα τους έλεγαν πολλά. Μια γυναίκα στεκόταν μπροστά σε μια χρυσοπόρφυρη ταπισερί, μιλώντας χαμηλόφωνα με μια μορφή —του ήταν αδύνατο να πει αν ήταν άνδρας ή γυναίκα— που φορούσε φαιό μανδύα και κουκούλα. Προφανώς είχε διαλέξει το σημείο, επειδή τα χρώματα της ταπισερί αναδείκνυαν τα ενδύματά της. Ήταν ακόμα πιο ανόητη που τραβούσε την προσοχή πάνω της, διότι το πορφυρό φόρεμά της —με χαμηλό ντεκολτέ στο μπούστο για να επιδεικνύει άφθονη σάρκα και ψηλό ποδόγυρο για να δείχνει χρυσά σανδάλια— μαρτυρούσε πως ήταν από το Ίλιαν, και μάλιστα γυναίκα πλούσια, ίσως ακόμα κι ευγενικής καταγωγής.

Λίγο πιο πέρα από την Ιλιανή στεκόταν μια άλλη γυναίκα, μονάχη και αξιοθαύμαστα σιωπηλή. Είχε λαιμό σαν κύκνου και στιλπνά μελαχρινά μαλλιά, τα οποία έπεφταν κυματιστά κάτω από τη μέση της. Στεκόταν με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο και παρατηρούσε τα πάντα. Δεν έδειχνε ταραχή, μόνο γαλήνια αυτοπεποίθηση. Αξιοθαύμαστο αυτό, όμως η μπρουτζόχρωμη επιδερμίδα της και ο κρεμ μανδύας με τον ψηλό γιακά —που δεν άφηνε τίποτα ακάλυπτο παρά μόνο τα χέρια της, αλλά κολλούσε στο σώμα και ήταν ελάχιστα αδιαφανής, έτσι που υπαινισσόταν τα πάντα χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα— μαρτυρούσε πάλι με σιγουριά πως η γυναίκα ήταν από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες του Άραντ Ντόμαν. Κι επίσης, εκτός αν ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έπεφτε έξω, το πλατύ χρυσό βραχιόλι στον αριστερό καρπό της είχε τα σύμβολα του Οίκου της. Θα πρέπει να ήταν του δικού της Οίκου· καμιά Ντομανή αριστοκράτισσα δεν θα έριχνε την περηφάνια της φορώντας σύμβολα άλλου Οίκου. Αυτό ξεπερνούσε τα όρια της ανοησίας.

Ένας άνδρας με ουρανί Σιναρανό παλτό με ψηλό γιακά πέρασε από μπροστά και κοίταξε τον Μπορς μ’ ένα επιφυλακτικό βλέμμα πίσω από τα ανοίγματα της μάσκας του, μετρώντας τον από την κορφή ως τα νύχια. Η στάση του άνδρα φώναζε πως ήταν στρατιώτης· η στάση των ώμων του, ο τρόπος που το βλέμμα του δεν σταματούσε στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα και ο τρόπος που το χέρι του έμοιαζε έτοιμο να αρπάξει το σπαθί, που τώρα έλειπε, όλα το διακήρυσσαν. Ο Σιναρανός δεν καταδέχθηκε να ασχοληθεί με τον άνδρα που αυτοαποκαλείτο Μπορς· οι καμπουριαστοί ώμοι και η λυγισμένη πλάτη έλεγαν πως δεν υπήρχε κίνδυνος.

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξεφύσηξε, όταν ο Σιναρανός τράβηξε το δρόμο του με το δεξί του χέρι να ανοιγοκλείνει και το βλέμμα να ψάχνει ήδη αλλού για κίνδυνο. Του ήταν όλοι ανοιχτό βιβλίο, η τάξη τους και η χώρα τους. Έμποροι και πολεμιστές, απλοί θνητοί και γαλαζοαίματοι. Από το Κάντορ και την Καιρχίεν, τη Σαλδαία και τη Γκεάλνταν. Από όλα τα έθνη και σχεδόν απ’ όλους τους λαούς. Η μύτη του σούφρωσε με ξαφνική αηδία. Ακόμα κι ένας Μάστορας, με φανταχτερό πράσινο παντελόνι και χτυπητό κίτρινο παλτό. Αυτούς, όταν έρθει η Μέρα, θα τους ξεφορτωθούμε.

Πολλοί από τους μεταμφιεσμένους, έστω μανδυοφορεμένοι και κουκουλωμένοι, δεν ήταν καλύτεροι. Κάτω από την άκρη μιας σκούρας ρόμπας το βλέμμα του είδε φευγαλέα τις ασημοστόλιστες μπότες ενός Υψηλού Άρχοντα του Δακρίου, και κάτω από μια άλλη τα χρυσαφένια σπιρούνια με τη λιονταρίσια κεφαλή, που φορούσαν μόνο οι ανώτατοι αξιωματούχοι των Φρουρών της Βασίλισσας του Άντορ. Ένας λιγνός τύπος —που φαινόταν λιγνός, παρ’ ότι φορούσε μια μαύρη ρόμπα και έναν κοινό γκρίζο μανδύα, τον οποίο συγκρατούσε μια απλή ασημένια καρφίτσα— παρακολουθούσε από τις σκιές της βαθιάς καλύπτρας του. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε, από οπουδήποτε... αν εξαιρούσες το εξάκτινο αστέρι που είχε με τατουάζ στη σάρκα, ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού χεριού του. Ήταν Θαλασσινός, λοιπόν, και με μια ματιά στο αριστερό του χέρι θα έβλεπες τα σημάδια της φατρίας και της πατριός του. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν έκανε καν τον κόπο να κοιτάξει.