Ο Ραντ είχε ανοίξει το στόμα για να του πει ότι δεν πείραζε, αλλά τώρα έγλειψε τα χείλη. «Κανένα άλογο από κανένα στάβλο;»
«Ναι, Άρχοντά μου. Η διαταγή ήρθε εδώ και λίγη ώρα. Μερικές στιγμές πριν». Η φωνή του Τέμα δυνάμωσε. «Κι όλες οι πύλες έκλεισαν, Άρχοντά μου. Κανένας δεν μπορεί να μπει και να βγει δίχως άδεια. Ούτε καν η περίπολος της πόλης, έτσι είπαν στον Τέμα».
Ο Ραντ ξεροκατάπιε, αλλά δεν άλλαξε η αίσθηση που είχε ότι κάποια δάχτυλα έσφιγγαν το λαιμό του. «Η διαταγή, Τέμα. Ήρθε από τον Άρχοντα Άγκελμαρ;»
«Φυσικά, Άρχοντά μου. Από ποιον άλλον; Βέβαια δεν έφερε ο Άρχοντας Άγκελμαρ τη διαταγή στον Τέμα, ούτε στον άνθρωπο που την έφερε στον Τέμα, αλλά, Άρχοντά μου, ποιος άλλος στο Φαλ Ντάρα θα μπορούσε να δώσει τέτοια διαταγή;»
Ποιος άλλος; Ο Ραντ τινάχτηκε, καθώς η μεγαλύτερη καμπάνα στον πύργο του οχυρού ήχησε μελωδικά. Την ακολούθησαν κι οι άλλες καμπάνες του οχυρού και ύστερα της πόλης.
«Μ’ όλο το θάρρος του Τέμα», φώναξε ο σταβλίτης μέσα στις κωδωνοκρουσίες, «ο Άρχοντάς μου πρέπει να είναι πολύ χαρούμενος».
Ο Ραντ φώναξε για να ακουστεί. «Χαρούμενος; Γιατί;»
«Το Καλωσόρισμα τελείωσε, Άρχοντά μου». Ο Τέμα έδειξε το κωδωνοστάσιο. «Τώρα η Έδρα της Άμερλιν θα ζητήσει να δει τον Άρχοντά μου, και τους φίλους του Άρχοντά μου».
Ο Ραντ το έβαλε στα πόδια. Μόλις που πρόλαβε να δει την έκπληξη στο πρόσωπο του Τέμα, και μετά χάθηκε. Δεν τον ένοιαζε τι σκεφτόταν ο Τέμα. Θα ζητήσει να με δει τώρα.
3
Φίλοι κι Εχθροί
Ο Ραντ δεν έτρεξε πολύ, μόνο μέχρι την άλλη γωνία πέρα από το στάβλο, όπου ήταν η μικρή πύλη. Σταμάτησε να τρέχει πριν φτάσει και συνέχισε περπατώντας, προσπαθώντας να φαίνεται άνετος και ανέμελος.
Η αψιδωτή πύλη ήταν κλειστή και σφαλισμένη. Μόλις που ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρούν δύο καβαλάρηδες, όμως, όπως όλες οι άλλες πύλες των εξωτερικών τειχών, ήταν καλυμμένη με πλατιές λωρίδες από μαύρο σίδερο και έκλεινε γερά με ένα χοντρό σύρτη. Δύο σκοποί στέκονταν μπροστά στην πύλη, φορώντας απλά κωνικά κράνη και πλεχτή αρματωσιά με πλάκες, με μακριά σπαθιά στην πλάτη. Οι χρυσαφένιες χλαίνες τους είχαν στο στήθος το σήμα του Μαύρου Γερακιού. Ήξερε λιγάκι τον έναν από τους δύο, τον Ράγκαν. Η ουλή από ένα βέλος των Τρόλοκ σχημάτιζε ένα άσπρο τρίγωνο, το οποίο δημιουργούσε αντίθεση με το μαυριδερό πρόσωπο του Ράγκαν, πίσω από την προσωπίδα του κράνους του. Όταν είδε τον Ραντ, το σουφρωμένο δέρμα γέμισε ρυτίδες από το χαμόγελο που φάνηκε.
«Η ειρήνη να σου χαμογελά, Ραντ αλ’Θορ». Ο Ράγκαν σχεδόν φώναζε για να ακουστεί μέσα στις κωδωνοκρουσίες. «Πας να χτυπήσεις τους λαγούς κατακούτελα, ή μήπως επιμένεις ακόμα ότι αυτό το ραβδί είναι τόξο;» Ο άλλος σκοπός έκανε μια μικρή κίνηση για να έρθει μπροστά στην πύλη.
«Η ειρήνη να σου χαμογελά, Ράγκαν», είπε ο Ραντ, σταματώντας μπροστά τους. Του ήταν κόπος να κρατήσει τη φωνή του ήρεμη. «Ξέρεις ότι είναι τόξο. Με έχεις δει να ρίχνω βέλος μ’ αυτό».
«Πάνω στο άλογο δεν κάνει τίποτα», είπε ξινά ο άλλος φρουρός. Ο Ραντ τώρα τον αναγνώρισε· τα βαθιά, σχεδόν κατάμαυρα μάτια του ποτέ δεν έμοιαζαν να ανοιγοκλείνουν. Κοίταζαν μέσα από το κράνος, σαν δίδυμες σπηλιές μέσα σε μια άλλη σπηλιά. Υπέθεσε ότι θα μπορούσε να του λάχει και χειρότερη κακοτυχία από το να δει τον Μασέμα σκοπό στην πύλη, αλλά δεν ήξερε πώς, εκτός ίσως αν έβρισκε εκεί και μια Κόκκινη Άες Σεντάι. «Πολύ μακρύ», πρόσθεσε ο Μασέμα. «Μπορώ να ρίξω τρία βέλη με κανονικό τόξο, μέχρι εσύ να αμολήσεις ένα μ’ αυτό το θηρίο».
Ο Ραντ χαμογέλασε βεβιασμένα, σαν να το είχε πάρει γι’ αστείο. Ο Μασέμα ποτέ δεν είχε πει αστείο μπροστά του, ούτε είχε γελάσει με κανένα. Οι περισσότεροι άνδρες του Φαλ Ντάρα αποδέχονταν τον Ραντ· γυμναζόταν με τον Λαν και ο Άρχοντας Άγκελμαρ τον είχε στο τραπέζι του, και, το πιο σημαντικό, είχε φτάσει στο Φαλ Ντάρα παρέα με τη Μουαραίν, μια Άες Σεντάι. Μερικοί δυσκολεύονταν να ξεχάσουν πως ήταν ξενομερίτης και μετά βίας του έλεγαν δυο κουβέντες, και αυτές μονάχα αν υπήρχε ανάγκη. Ο Μασέμα ήταν ο χειρότερος απ’ αυτούς.
«Για μένα καλό είναι», είπε ο Ραντ. «Μιας και λέμε για κουνέλια, Ράγκαν, δεν μ’ αφήνεις να βγω; Τόση φασαρία και κακό δεν τα αντέχω. Καλύτερα να βγω να κυνηγήσω κουνέλια, ακόμα κι αν δεν δω ούτε ένα».
Ο Ράγκαν γύρισε να κοιτάξει τον σύντροφό του, και ο Ραντ ένιωσε τις ελπίδες του να ζωντανεύουν. Ο Ράγκαν ήταν φιλικός, ο τρόπος του ήταν αντίθετος απ’ ό,τι έδειχνε η απαίσια ουλή του, και έμοιαζε να συμπαθεί τον Ραντ. Αλλά ο Μασέμα ήδη κουνούσε το κεφάλι. Ο Ράγκαν αναστέναξε. «Δεν γίνεται, Ραντ αλ’Θορ». Έδειξε τον Μασέμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, σαν να του εξηγούσε. Αν ήταν στο χέρι του... «Κανένας δεν φεύγει χωρίς γραπτή άδεια. Κρίμα που δεν ήρθες πριν λίγα λεπτά. Η διαταγή μόλις τώρα ήρθε να αμπαρώσουμε τις πύλες».