Выбрать главу

«Μα γιατί ο Άρχοντας Άγκελμαρ να θέλει να κρατήσει εμένα μέσα;» Ο Μασέμα κοίταζε τους μπόγους στην πλάτη του Ραντ και τα σακίδια της σέλας του. Ο Ραντ προσπάθησε να μην του δώσει σημασία. «Είμαι καλεσμένος του», συνέχισε να λέει στον Ράγκαν. «Στην τιμή μου, θα μπορούσα να είχα φύγει οποιαδήποτε στιγμή τις περασμένες βδομάδες. Γιατί να εννοούσε εμένα μ’ αυτή τη διαταγή; Η διαταγή είναι του Άρχοντα Άγκελμαρ, ε;» Ο Μασέμα ανοιγόκλεισε τα μάτια όταν το άκουσε αυτό και συνοφρυώθηκε ακόμα πιο πολύ απ’ όσο συνήθως· σχεδόν φάνηκε να ξεχνά τα μπαγκάζια του Ραντ.

Ο Ράγκαν γέλασε. «Ποιος άλλος να δώσει τέτοια διαταγή, Ραντ αλ’Θορ; Βεβαίως, αυτός που την έφερε σε μένα ήταν ο Ούνο, αλλά ποιανού διαταγή να είναι;»

Ό Μασέμα, που είχε καρφώσει το βλέμμα στο πρόσωπο του Ραντ, δεν βλεφάρισε καν. «Δεν θέλω τίποτα, απλώς να βγω μια βόλτα μόνος μου», είπε ο Ραντ. «Αφού είναι έτσι, λέω να πάω στους κήπους. Δεν έχει λαγούς εκεί, αλλά τουλάχιστον δεν θα είναι πήχτρα στον κόσμο. Το Φως να σας φωτίζει, και η ειρήνη να σας χαμογελά».

Τους άφησε κι έφυγε, χωρίς να περιμένει να αποκριθούν στην ευχή του, αποφασισμένος να μην πλησιάσει τους κήπους για οποιοδήποτε λόγο. Που να καώ, όταν τελειώσει η τελετή μπορεί να έχει Άες Σεντάι σε κάθε κήπο. Νιώθοντας το βλέμμα του Μασέμα να του καίει την πλάτη —ήταν σίγουρος πως ήταν ο Μασέμα— φρόντισε να μην ταχύνει το βήμα.

Ξαφνικά οι καμπάνες έπαψαν να χτυπούν και ο Ραντ παραλίγο θα σκόνταφτε. Τα λεπτά κυλούσαν. Κυλούσαν κι έφευγαν. Ήταν ώρα να πάνε την Έδρα της Άμερλιν στα δωμάτιά της. Ώρα να στείλει να τον φέρουν, και να αρχίσει έρευνα, επειδή δεν θα τον έβρισκαν. Όταν βρέθηκε σε σημείο που δεν φαινόταν από τη μικρή πύλη, ξανάρχισε να τρέχει.

Κοντά στα μαγειρεία των στρατώνων ήταν η Πύλη των Αμαξών, απ’ όπου έφερναν τις προμήθειες του οχυρού· ήταν κλειστή και αμπαρωμένη, με δυο στρατιώτες μπροστά της. Ο Ραντ πέρασε βιαστικά, διασχίζοντας την αυλή των μαγειρείων σαν να είχε εξαρχής άλλο προορισμό.

Η Πύλη των Σκύλων, στο πίσω μέρος του οχυρού, η οποία ήταν μόλις αρκετά ψηλή και πλατιά για να περνά κάποιος πεζός, είχε κι αυτή τους σκοπούς της. Γύρισε πίσω, πριν προλάβουν να τον δουν. Δεν υπήρχαν πολλές πύλες, παρά το μέγεθος του οχυρού, αλλά, αν φύλαγαν την Πύλη των Σκύλων, τότε θα τις φύλαγαν όλες.

Ίσως έβρισκε λίγο σχοινί... Πήρε τις σκάλες για να βγει στο εξωτερικό τείχος, στο πλατύ διάζωμα με τις επάλξεις. Δεν ήταν άνετη θέση, αφού βρισκόταν τόσο ψηλά και θα ήταν εκτεθειμένος, αν ξαναρχόταν εκείνος ο άνεμος, αλλά από κει μπορούσε να δει πέρα από τις ψηλές καμινάδες και ας δίριχτες στέγες των σπιτιών, μέχρι τα τείχη της πόλης. Ακόμα και μετά από ένα μήνα εδώ, τα σπίτια φαίνονταν παράξενα στα μάτια του, τα οποία είχαν συνηθίσει αλλιώς στους Δύο Ποταμούς» με τα γεισώματα που έφταναν σχεδόν ως το χώμα, σαν να ήταν όλο το σπίτι μονάχα η στέγη, με τις καμινάδες τους, οι οποίες ήταν γερτές για να πέφτει το χιόνι που μαζευόταν βαρύ. Μια πλατειά, πλακόστρωτη πλατεία περιέβαλλε το οχυρό, αλλά σε απόσταση μόλις εκατό απλωσιών από το τείχος υπήρχαν δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους, οι οποίοι πήγαιναν στις δουλειές τους· μαγαζάτορες με ποδιές κάτω από τις τέντες των καταστημάτων τους, αγρότες με κακοραμμένα ρούχα, που είχαν έρθει στην πόλη για να αγοράσουν και να πουλήσουν, πραματευτές και τεχνίτες και κάτοικοι της πόλης, μαζεμένοι σαν κόμποι στο πλήθος, δίχως αμφιβολία για να μιλήσουν για την επίσκεψη-έκπληξη της Έδρας της Άμερλιν. Ο Ραντ είδε κάρα και ανθρώπους να περνούν από μια πύλη του τείχους της πόλης. Προφανώς οι φρουροί εκεί δεν είχαν διαταγή να σταματήσουν κανέναν.

Σήκωσε τα μάτια στην κοντινότερη σκοπιά· ένας από τους στρατιώτες ύψωσε το γαντοφορεμένο χέρι του. Ο Ραντ, γελώντας πικρά, του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Ούτε σπιθαμή του τείχους δεν ξέφευγε από το βλέμμα των φρουρών. Έγειρε στην έπαλξη και κοίταξε πέρα από τις σχισμές, που υπήρχαν στην πέτρα για να στήνονται εξέδρες, προς την ατέλειωτη πέτρινη επιφάνεια και την τάφρο παρακάτω. Είχε πλάτος είκοσι απλωσιές και βάθος δέκα, ήταν καλυμμένη με πέτρες, που ήταν λειασμένες για να γίνουν λείες και γλιστερές. Την περικύκλωνε ένα χαμηλό τοιχάκι, για να μην πέσει κανείς μέσα κατά λάθος, το οποίο ήταν κεκλιμένο για να μην προσφέρει κρυψώνα. Στον πυθμένα της τάφρου υπήρχε ένα δάσος από πασσάλους, μυτερούς σαν καρφιά. Δεν θα μπορούσε να τη διασχίσει, ακόμα κι αν έβρισκε σκοινί και δεν τον παρακολουθούσαν οι φρουροί. Αυτό που θα κρατούσε τους Τρόλοκ έξω στην έσχατη ανάγκη, τώρα κρατούσε τον ίδιο μέσα.