Выбрать главу

Ξαφνικά ένιωσε κατάκοπος, ξεθεωμένος. Η Έδρα της Άμερλιν ήταν εδώ και δεν υπήρχε διέξοδος. Δεν υπήρχε διέξοδος και η Έδρα της Άμερλιν ήταν εδώ. Αν ήξερε ότι ο Ραντ ήταν εδώ, αν είχε στείλει τον άνεμο που τον είχε αρπάξει, τότε τον είχε ήδη βάλει στο κυνήγι, τον κυνηγούσε με τις δυνάμεις των Άες Σεντάι. Πιο τυχερός θα ήταν ένας λαγός μπροστά στο τόξο του. Ο Ραντ όμως δεν το έβαλε κάτω. Υπήρχε κόσμος που έλεγε ότι οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς έδιναν μαθήματα υπομονής στις πέτρες και πείσματος στα μουλάρια. Όταν δεν τους είχε απομείνει τίποτα άλλο, οι Διποταμίτες είχαν ακόμα το πείσμα τους.

Άφησε το τείχος και περιπλανήθηκε στο οχυρό. Δεν πρόσεχε πού πήγαινε, αρκεί να μην ήταν μέρος που Θα τον περίμεναν. Μακριά από το δωμάτιό του, από τους στάβλους, από τις πύλες —ο Μασέμα ίσως αψηφούσε τις διαμαρτυρίες του Ούνο και ανέφερε ότι ο Ραντ είχε προσπαθήσει να φύγει— κι από τους κήπους. Το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν να αποφύγει κάθε Άες Σεντάι. Ακόμα και τη Μουαραίν. Εκείνη όμως ήξερε γι’ αυτόν. Αλλά δεν είχε κάνει καμία κίνηση εναντίον του. Ως τώρα. Απ’ όσο ξέρεις. Όμως, αν άλλαξε γνώμη; Μπορεί να κάλεσε την Έδρα της Άμερλιν.

Για μια στιγμή, νιώθοντας χαμένος, έγειρε στον τοίχο του διαδρόμου, νιώθοντας την πέτρα σκληρή κόντρα στον ώμο του. Με το βλέμμα άδειο, κοίταξε στο βάθος το τίποτα, και είδε πράγματα που δεν ήθελε να δει. Ειρηνεμένος. Θα ήταν τόσο άσχημο αυτό, να τελείωναν όλα; Στ’ αλήθεια να τελείωναν; Έκλεισε τα μάτια, μα πάλι έβλεπε τον εαυτό του να ζαρώνει, σαν λαγός που δεν είχε μέρος να κρυφτεί, και τις Άες Σεντάι να τον πλησιάζουν σαν κοράκια. Σχεδόν πάντα πεθαίνουν λίγο μετά, οι άνδρες που ειρηνεύονταν. Δεν Θέλουν άλλο τη ζωή. Θυμόταν πολύ καλά τα λόγια του Θομ Μέριλιν και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Κούνησε με δύναμη το κεφάλι και συνέχισε να προχωρά στο διάδρομο. Δεν ήταν ανάγκη να μείνει στο ίδιο μέρος μέχρι να τον βρουν. Πόσο ακόμα για να σε βρουν; Είσαι σαν πρόβατο σε μαντρί. Πόσο ακόμα; Άγγιξε τη λαβή του σπαθιού στο πλευρό του. Όχι, όχι πρόβατο. Ούτε για τις Άες Σεντάι, ούτε για κανέναν άλλο. Ένιωθε λιγάκι ανόητος, μα κι αποφασισμένος.

Οι άνθρωποι γυρνούσαν στις δουλειές τους. Οχλοβοή και κλαγγές κατσαρολικών γέμιζαν την κουζίνα που ήταν πιο κοντά στη Μεγάλη Αίθουσα, εκεί που η Έδρα της Άμερλιν και η συνοδεία της θα είχαν το βράδυ γιορτινό δείπνο. Οι μαγείρισσες και οι λαντζιέρες και οι βοηθοί σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν σχεδόν τροχάδην τα σκυλιά έτρεχαν σταθερά μέσα σε καλαμένιους τροχούς για να γυρνούν τα κρέατα στις σούβλες. Ο Ραντ πέρασε βιαστικά μέσα από τους αχνούς και την κάψα, τις μυρωδιές των μπαχαρικών και των φαγητών. Κανείς δεν του έριξε δεύτερη ματιά· όλοι ήταν απορροφημένοι στις δουλειές τους.

Οι πίσω θάλαμοι, όπου οι υπηρέτες ζούσαν σε μικρά καταλύματα, έμοιαζαν με ξεσηκωμένο μελίσσι, καθώς άνδρες και γυναίκες έσπευδαν να φορέσουν επίσημα ρούχα. Τα παιδιά έπαιζαν σε γωνίες, για να μην εμποδίζουν. Τα αγόρια ανέμιζαν ξύλινα σπαθιά, και τα κορίτσια έπαιζαν με σκαλισμένες κούκλες, και κάποια ανακοίνωναν ότι η δική τους κούκλα ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Οι περισσότερες πόρτες έστεκαν ορθάνοιχτες, με κουρτίνες από χάντρες μόνο να κλείνουν την είσοδο. Συνήθως αυτό σήμαινε ότι όποιος έμενε εκεί δεν είχε αντίρρηση να δεχθεί επισκέπτη, αλλά σήμερα απλώς έδειχνε βιασύνη. Ακόμα κι αυτοί που υποκλίνονταν στον Ραντ, το έκαναν σχεδόν δίχως να σταματήσουν.

Άραγε, πηγαίνοντας να κάνει τη δουλειά του κάποιος απ’ αυτούς, θα άκουγε ότι αναζητούσαν τον Ραντ και θα έλεγε ότι τον είχε δει; Θα μιλούσε σε μια Άες Σεντάι για να της πει πού να τον βρει; Τα μάτια, που τον προσπερνούσαν ξαφνικά, του φάνηκαν να τον περιεργάζονται ύπουλα, να τον κρίνουν και να τον μετρούν πίσω από την πλάτη του. Στο μυαλό του, ακόμα και τα παιδιά φάνηκαν να έχουν πονηρό ύφος. Ήξερε ότι ήταν μονάχα η φαντασία του —ήταν σίγουρος ότι αυτό έφταιγε· σίγουρα αυτό ήταν— αλλά, όταν άφησε πίσω του τα διαμερίσματα των υπηρετών, ένιωσε σαν να είχε ξεφύγει από παγίδα που ετοιμαζόταν να κλείσει.

Κάποια μέρη του οχυρού ήταν άδεια, αφού οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί είχαν πάρει άδεια λόγω της ξαφνικής γιορτής. Στο σιδηρουργείο του οπλοποιού οι φωτιές ήταν σβησμένες, τα αμόνια σιωπηλά. Σιωπηλά. Κρύα. Νεκρά. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν άδειο. Ένιωσε κάτι να γαργαλά το πετσί του και στριφογύρισε επιτόπου. Κανένας δεν ήταν εκεί. Μονάχα τα μεγάλα τετράγωνα σεντούκια με τα εργαλεία και τα βαρέλια με το λάδι, όπου κρύωναν το καυτό μέταλλο. Οι τρίχες του σβέρκου του ορθώθηκαν και στριφογύρισε ξανά απότομα. Τα σφυριά και οι λαβίδες κρέμονταν στη θέση τους στον τοίχο. Κοίταξε θυμωμένα ολόγυρα στο μεγάλο θάλαμο. Κανένας δεν είναι εδώ. Είναι μονάχα η φαντασία μου. Εκείνος ο άνεμος, και η Άμερλιν αυτά αρκούν για ξυπνήσει η φαντασία μου.