Выбрать главу

Έξω, στην αυλή του οπλουργού, ο άνεμος στροβιλίστηκε λίγο γύρω του. Νομίζοντας πως ήθελε να τον αρπάξει, ο Ραντ άθελά του αναπήδησε. Του φάνηκε για μια στιγμή ότι μύριζε πάλι αχνή οσμή σαπίλας και ότι είχε ακούσει κάποιον να γελά πονηρά πίσω του. Μόνο για μια στιγμή. Φοβισμένος, έκανε κύκλο, κοιτάζοντας επιφυλακτικά. Η αυλή ήταν στρωμένη με τραχιές πέτρες και μόνο αυτός ήταν εκεί. Δεν είναι παρά μόνο η φαντασία σου! Αλλά το έβαλε στα πόδια, και του φάνηκε ότι πίσω του ξανάκουσε το γέλιο, χωρίς τον άνεμο αυτή τη φορά.

Σε μια αυλή, γεμάτη ξύλα λογής-λογής, η παρουσία επέστρεψε, η εντύπωση ότι κάποιος ήταν εκεί. Τώρα ο Ραντ ένιωθε πιο κοντά του την αίσθηση ματιών, που τον έβλεπαν πίσω από τους ψηλούς σωρούς των καυσόξυλων, κάτω από τα μακριά υπόστεγα, που κρυφοκοίταζαν πάνω από τις στοίβες των σανίδων και των δοκαριών, τα οποία περίμεναν στην άλλη πλευρά για να μεταφερθούν στο μαγαζί του μαραγκού, που τώρα ήταν κλειστό και κλειδωμένο. Ο Ραντ αρνήθηκε να κοιτάξει γύρω του, αρνήθηκε να αναρωτηθεί πώς μπορούσαν δυο μάτια να πάνε τόσο γρήγορα από το ένα μέρος στο άλλο, πώς μπορούσαν να διασχίσουν την αδειανή αυλή από το υπόστεγο με τα καυσόξυλα ως την αποθηκευμένη ξυλεία χωρίς ο ίδιος να δει το παραμικρό παιχνίδισμα της κίνησής τους. Ήταν σίγουρος ότι τα μάτια ήταν μόνο δύο. Φαντασία. Ή μπορεί να άρχισε κιόλας να μου στρίβει. Ανατρίχιασε, Όχι ακόμα. Φως μου, σε παρακαλώ, όχι ακόμα. Προχώρησε επιφυλακτικά στην αυλή, με το σώμα μουδιασμένο, και ο αθέατος παρατηρητής τον ακολούθησε.

Ο Ραντ κατέβηκε σε βαθιούς διαδρόμους, που τους φώτιζαν μόνο μισοσβησμένοι δαυλοί, πέρασε από αποθήκες, γεμάτες σακιά ξεραμένα μπιζέλια ή φασόλια, με σειρές από ράφια ξέχειλα από μαραμένα γογγύλια και παντζάρια, με βαρέλια και βαρελάκια, τα οποία είχαν μέσα κρασί ή αλατισμένο βοδινό ή ζύθο· τα μάτια ήταν πάντα εκεί, άλλοτε τον ακολουθούσαν κι άλλοτε περίμεναν μέσα όταν έμπαινε. Δεν άκουσε βήματα άλλα εκτός από τα δικά του, δεν άκουσε πόρτες να τρίζουν, παρά μόνο εκείνες που άνοιγε κι έκλεινε ο ίδιος, μα τα μάτια ήταν εκεί. Φως μου, πράγματι τρελαίνομαι.

Έπειτα άνοιξε την πόρτα άλλης μιας αποθήκης, και ακούστηκαν ανθρώπινες φωνές, ανθρώπινα γέλια, που τον γέμισαν ανακούφιση. Εδώ δεν θα υπήρχαν αθέατα μάτια. Μπήκε μέσα.

Η μισή αίθουσα ήταν γεμάτη ως το ταβάνι με σακιά δημητριακών. Στην άλλη μισή, υπήρχαν άνθρωποι, που σχημάτιζαν ένα πυκνό ημικύκλιο, γονατισμένοι μπροστά σε έναν γυμνό τοίχο. Όλοι έμοιαζαν να φορούν τα δερμάτινα γιλέκα και να έχουν τα κομμένα σε σχήμα κούπας μαλλιά των εργατών. Δεν υπήρχαν εδώ οι κότσοι των πολεμιστών, ούτε λιβρέες. Κανένας που ίσως να τον πρόδιδε κατά λάθος. Σκοπίμως, όμως; Μέσα από το απαλό μουρμουρητό τους ακούστηκε το κροτάλισμα των ζαριών, και κάποιος γέλασε τρανταχτά με τη ζαριά του.

Ο Λόιαλ τους παρακολουθούσε να παίζουν, τρίβοντας σκεπτικός το σαγόνι του με ένα πελώριο δάχτυλο, ενώ το κεφάλι του σχεδόν έφτανε στα δοκάρια της στέγης, που είχε ύψος κοντά στις δύο απλωσιές. Οι τζογαδόροι δεν του έδιναν σημασία. Οι Ογκιρανοί δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα στις Μεθόριες, ούτε και πουθενά αλλού, όμως εδώ ήταν γνωστοί και ευπρόσδεκτοι, και ο Λόιαλ είχε περάσει αρκετό καιρό στο Φαλ Ντάρα και η παρουσία του δεν προκαλούσε ιδιαίτερα σχόλια. Η σκούρα τουνίκα του με το σκληρό κολάρο ήταν κουμπωμένη ως επάνω στο λαιμό του και κατέβαινε περνώντας τη μέση, ώσπου έφτανε τις ψηλές μπότες του, και μια από τις μεγάλες τσέπες του φούσκωνε και είχε σακουλιάσει από κάποιο βάρος. Ξέροντάς τον, ο Ραντ θα έλεγε ότι είχε εκεί βιβλία. Ακόμα κι όταν ο Λόιαλ παρακολουθούσε ανθρώπους να παίζουν τυχερά παιχνίδια, κάπου κοντά του θα υπήρχε ένα βιβλίο.

Παρά τα όσα είχαν συμβεί, ο Ραντ χαμογέλασε πλατιά. Αυτό του συνέβαινε συχνά με τον Λόιαλ. Ο Ογκιρανός ήξερε πολλά για μερικά πράγματα, ελάχιστα για άλλα, κι έμοιαζε να θέλει να μάθει τα πάντα. Όμως ο Ραντ ακόμα θυμόταν την πρώτη φορά που είχε δει τον Λόιαλ, με τα φουντωτά αυτιά του και τα φρύδια του που κρέμονταν σαν μακριά μουστάκια και τη μύτη του, που ήταν σχεδόν εξίσου φαρδιά με το πρόσωπό του — τη φορά εκείνη που τον είχε δει και είχε νομίσει πως έβλεπε Τρόλοκ. Ακόμα ντρεπόταν για τότε. Ογκιρανοί και Τρόλοκ, Μυρντράαλ, και πράγματα από τις σκοτεινές γωνιές των ιστοριών που λέγονται τα μεσάνυχτα. Πράγματα από παραμύθια και θρύλους. Αυτό πίστευε πριν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ. Αλλά, από τότε που είχε φύγει από την πατρίδα του, είχε δει τόσες ιστορίες να παίρνουν μπροστά του σάρκα και οστά, που είχε χάσει εκείνη τη σιγουριά. Άες Σεντάι και αθέατοι παρατηρητές, και ένας άνεμος που σε άρπαζε και σε έσφιγγε. Το χαμόγελό του έσβησε.