«Όλες οι ιστορίες είναι αληθινές», είπε χαμηλόφωνα.
Τα αυτιά του Λόιαλ σάλεψαν και το κεφάλι του γύρισε προς τον Ραντ. Όταν είδε ποιος ήταν, το πρόσωπο του Ογκιρανού φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο, και τον πλησίασε. «Α, εδώ είσαι». Η φωνή του ήταν ένα βαθύ, βουερό μπουμπουνητό. «Δεν σε είδα στο Καλωσόρισμα. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Δύο πράγματα. Το Σιναρανό Καλωσόρισμα, και την Έδρα της Άμερλιν. Πώς σου φαίνεται, δεν δείχνει κουρασμένη; Σίγουρα δεν είναι εύκολο να είσαι η Άμερλιν. Χειρότερο, φαντάζομαι, από το να είσαι Πρεσβύτερος». Κοντοστάθηκε με μια σκεπτική ματιά, αλλά μόνο για να πάρει μια ανάσα. «Πες μου, Ραντ, παίζεις κι εσύ ζάρια; Εδώ παίζουν ένα απλούστερο παιχνίδι, με μόνο τρία ζάρια. Στο στέντιγκ χρησιμοποιούμε τέσσερα. Δεν με αφήνουν να παίζω, ξέρεις. Απλώς λένε, «Δόξα στους Κατασκευαστές», και δεν στοιχηματίζουν εναντίον μου. Λεν μου φαίνεται δίκαιο, εσύ τι λες; Τα ζάρια που χρησιμοποιούν είναι αρκετά μικρά» —κοίταξε κατσουφιάζοντας το χέρι του, που ήταν αρκετά μεγάλο για να πιάσει ανθρώπινο κεφάλι— «αλλά, πάντως, εγώ νομίζω—»
Ο Ραντ τον άρπαξε από το μπράτσο και τον διέκοψε. Οι Κατασκευαστές! «Λόιαλ, οι Ογκιρανοί δεν έχτισαν το Φαλ Ντάρα; Ξέρεις κάποια έξοδο εκτός από τις πύλες; Καμιά τρύπα. Κάναν αγωγό. Οτιδήποτε, αρκεί να χωρά να περάσει άνθρωπος. Και θα ήταν καλό να μην τη χτυπά ο άνεμος».
Ο Λόιαλ έκανε ένα μορφασμό πόνου και οι άκρες των φρυδιών του σχεδόν χάιδεψαν τα μάγουλά του. «Ραντ, οι Ογκιρανοί έχασαν το Μάφαλ Ντανταράνελ, αλλά εκείνη η πόλη καταστράφηκε στους Πολέμους των Τρόλοκ. Αυτό» —άγγιξε ελαφρά τον πέτρινο τοίχο με τα πλατιά ακροδάχτυλά του— «χτίστηκε από ανθρώπους. Μπορώ να σου κάνω το σχέδιο του Μάφαλ Ντανταράνελ —είδα κάποτε τους χάρτες σε ένα παλιό βιβλίο στο Στέντιγκ Σανγκτάι— αλλά για το Φαλ Ντάρα ξέρω όσα κι εσύ. Αλλά είναι καλοφτιαγμένο, ε; Λιτό, μα καλοκαμωμένο».
Ο Ραντ έγειρε καμπουριάζοντας στον τοίχο, κλείνοντας τα μάτια. «Πρέπει να βρω δρόμο για έξω», ψιθύρισε. «Οι πύλες είναι αμπαρωμένες και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει, μα εγώ πρέπει να βγω».
«Μα γιατί, Ραντ;» είπε αργά ο Λόιαλ. «Εδώ κανένας Θέλει να σε βλάψει. Είσαι καλά; Ραντ;» Ξαφνικά δυνάμωσε τη φωνή. «Ματ! Πέριν! Μου φαίνεται ότι ο Ραντ είναι άρρωστος».
Ο Ραντ άνοιξε τα μάτια και είδε τους φίλους του να ορθώνονται μέσα στο πλήθος των τζογαδόρων. Τον Ματ Κώθον, που θύμιζε πελαργό με τα μακριά λεπτά μέλη του, μ’ ένα χαμογελάκι, σαν να έβλεπε κάτι αστείο που δεν το έβλεπε κανείς άλλος. Τον δασύτριχο Πέριν Αϋμπάρα, με τους γερούς του ώμους και τα φουσκωμένα μπράτσα από τη δουλειά του μαθητευόμενου σιδερά. Και οι δύο φορούσαν ακόμα τα ίδια που είχαν και στους Δύο Ποταμούς, ρούχα απλά και γερά, αλλά φθαρμένα από τα ταξίδια.
Ο Ματ πέταξε τα ζάρια στο ημικύκλιο καθώς έβγαινε, κι ένας άνδρας φώναξε, «Έλα εδώ, νότιε, δεν μπορείς να τα παρατήσεις τώρα που κερδίζεις».
«Καλύτερα τώρα παρά όταν θα χάνω», είπε ο Ματ γελώντας. Άγγιξε ασυναίσθητα τη μέση του πάνω από το παλτό του και ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό. Ο Ματ είχε από κάτω ένα εγχειρίδιο με ρουμπίνι στη λαβή, ένα εγχειρίδιο που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, ένα εγχειρίδιο που δεν μπορούσε να το αποχωριστεί ποτέ. Ήταν μια μολυσμένη λεπίδα, από τη νεκρή πόλη της Σαντάρ Λογκόθ, που την είχε μολύνει και χαλάσει μια κακή δύναμη, κακή σχεδόν όσο κι ο Σκοτεινός, ένα κακό που είχε αφανίσει τη Σαντάρ Λογκόθ πριν δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά όμως ζούσε ακόμα ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα ερείπια. Αυτό το μόλυσμα θα σκότωνε τον Ματ, αν κρατούσε το εγχειρίδιο· θα τον σκότωνε ακόμα πιο γρήγορα, αν το παρατούσε. «Θα ’χεις άλλη φορά την ευκαιρία να κερδίσεις τα λεφτά σου». Το ειρωνικό ξεφύσημα των γονατισμένων ανδρών έδειξε πως, κατά τη γνώμη τους, τέτοια ευκαιρία δεν θα ξαναρχόταν.
Ο Πέριν είχε το βλέμμα χαμηλωμένο, καθώς ακολουθούσε τον Ματ για να έρθουν στον Ραντ. Ο Πέριν πάντα είχε το βλέμμα χαμηλωμένο αυτόν τον καιρό και οι ώμοι του ήταν πεσμένοι, σαν να κουβαλούσε βάρος που δεν το άντεχαν παρά τον όγκο τους.
«Τι έγινε, Ραντ;» ρώτησε ο Ματ. «Είσαι κάτασπρος σαν το πουκάμισό σου. Ε! Πού βρήκες τέτοια ρούχα; Έγινες Σιναρανός; Μπορεί να πάρω κι εγώ τέτοιο παλτό, με καλό πουκάμισο». Χτύπησε την τσέπη του παλτού του κι ακούστηκαν κέρματα να κουδουνίζουν. «Φαίνεται έχω μεγάλη τύχη στα ζάρια. Πριν τ’ ακουμπήσω, κερδίζω».
«Δεν χρειάζεται να αγοράσεις τίποτα», είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Η Μουαραίν έβαλε να αλλάξουν όλα τα ρούχα μας. Μπορεί να τα έχουν κιόλας κάψει, όλα εκτός απ’ ό,τι φοράτε. Μάλλον η Ελάνσου θα ’ρθει να τα πάρει κι αυτά, και θα ’λεγα να αλλάξετε γρήγορα, πριν τα βγάλει η ίδια από πάνω σας». Ο Πέριν δεν σήκωσε το βλέμμα, όμως τα μάγουλά του κοκκίνισαν το χαμόγελο του Ματ έγινε ακόμα πιο πλατύ, αν και φάνηκε κάπως προσποιητό. Είχαν κι αυτοί διάφορες συναντήσεις στα λουτρά, και μόνο ο Ματ έκανε πως δεν πείραζε. «Και δεν είμαι άρρωστος. Έχει έρθει η Έδρα της Άμερλιν. Ο Λαν είπε... είπε ότι μιας κι αυτή είναι εδώ, θα ήταν καλύτερα αν είχα φύγει από την περασμένη βδομάδα. Πρέπει να φύγω, και οι πόρτες είναι αμπαρωμένες».