«Έτσι είπε;» Ο Ματ έσμιξε τα φρύδια. «Δεν καταλαβαίνω. Ποτέ δεν θα έλεγε τίποτα εναντίον μιας Άες Σεντάι. Γιατί τώρα; Κοίτα, Ραντ, ούτε κι εγώ συμπαθώ τις Άες Σεντάι, αλλά δεν θα μας κάνουν τίποτα». Χαμήλωσε τη φωνή του για να το πει, και κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να δει μήπως τον άκουγαν οι άνδρες που έπαιζαν. Μπορεί οι Άες Σεντάι να ενέπνεαν φόβο, αλλά στις Μεθόριες κάθε άλλο παρά τις μισούσαν, κι ένα ασεβές σχόλιο σε βάρος τους μπορεί να ήταν αφορμή για καυγά, ή κάτι χειρότερο. «Δες τη Μουαραίν. Δεν είναι και τόσο κακή, έστω κι αν είναι Άες Σεντάι. Σκέφτεσαι σαν τον γέρο, τον Τσεν Μπούι, που λέει στο χωριό τα παραμύθια του, εκεί, στο Πανδοχείο της Οινοπηγής. Θέλω να πω, η Μουαραίν δεν μας έβλαψε, ούτε θα μας βλάψουν οι Άες Σεντάι. Γιατί να το κάνουν;»
Ο Πέριν σήκωσε τα μάτια. Κίτρινα μάτια, τα οποία έλαμπαν στο αμυδρό φως σαν στιλβωμένο χρυσάφι. Η Μουαραίν δεν μας έβλαψε; σκέφτηκε ο Ραντ. Τα μάτια του Πέριν ήταν βαθυκάστανα σαν του Ματ, όταν είχαν φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς είχε γίνει αυτή η αλλαγή —ο Πέριν δεν ήθελε να μιλά γι’ αυτό, ούτε και πολυμιλούσε από τότε— αλλά ήταν τότε που είχε αποκτήσει τους πεσμένους ώμους και τον απόμακρο τρόπο του, σαν να ένιωθε μόνος, ακόμα και όταν είχε κοντά τους φίλους του. Τα μάτια του Πέριν και το εγχειρίδιο του Ματ. Τίποτα δεν θα είχε συμβεί, αν δεν είχαν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ, και ήταν η Μουαραίν που τους είχε πάρει από κει. Ο Ραντ ήξερε ότι αυτό που σκεφτόταν ήταν άδικο. Μάλλον θα τους είχαν σκοτώσει όλους οι Τρόλοκ, μαζί με πολύ κόσμο ακόμα στο Πεδίο του Έμοντ, αν δεν είχε έρθει αυτή στο χωριό τους. Αλλά αυτό δεν έκανε τον Πέριν να γελά όπως κάποτε, ούτε και έπαιρνε το εγχειρίδιο από τη ζώνη του Ματ. Κι εγώ; Αν βρισκόμουν σπίτι και ήμουν ακόμα ζωντανός, θα ήμουν πάλι αυτό που είμαι τώρα; Τουλάχιστον δεν θα ανησυχούσα τι θα μου κάνουν οι Άες Σεντάι,
Ο Ματ ακόμα τον κοίταζε ερωτηματικά και ο Πέριν είχε σηκώσει το κεφάλι όσο για να κοιτάξει κάτω από τα φρύδια του. Ο Λόιαλ περίμενε υπομονετικά. Ο Ραντ δεν μπορούσε να τους πει γιατί έπρεπε να αποφύγει την Έδρα της Άμερλιν. Δεν ήξεραν τι ήταν τώρα ο φίλος τους. Ο Λαν ήξερε, και η Μουαραίν. Και η Εγκουέν, και η Νυνάβε. Ευχόταν να μην ήξερε κανείς τους, και πάνω απ’ όλα ευχόταν να μην το ήξερε η Εγκουέν, όμως τουλάχιστον ο Ματ και ο Πέριν πίστευαν πως ήταν ακόμα ο ίδιος. Σκεφτόταν πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να τους το πει, παρά να δει το δισταγμό και την ανησυχία, που έβλεπε μερικές φορές στο βλέμμα της Εγκουέν, και της Νυνάβε, ακόμα κι όταν προσπαθούσαν να την κρύψουν.
«Κάποιος... με παρακολουθεί», είπε τελικά. «Με ακολουθεί. Μόνο... Μόνο που δεν είναι κανείς τριγύρω».
Το κεφάλι του Πέριν τινάχτηκε και ο Ματ έγλειψε τα χείλη του και ψιθύρισε, «Ξέθωρος;»
«Και βέβαια όχι», είπε ρουθουνίζοντας ο Λόιαλ. «Πώς θα μπορούσε κάποιος Ανόφθαλμος να μπει στο Φαλ Ντάρα, είτε στην πόλη είτε στο οχυρό; Σύμφωνα με το νόμο, κανένας δεν επιτρέπεται να κρύβει το πρόσωπό του εντός των τειχών, και οι φωτιστές είναι υπεύθυνοι για να κρατούν τους δρόμους φωτισμένους όλη νύχτα, έτσι ώστε να μην υπάρχει σκιά για να κρυφτεί εκεί Μυρντράαλ. Αποκλείεται να συμβεί».
«Οι τοίχοι δεν σταματούν έναν Ξέθωρο», μουρμούρισε ο Ματ, «αν θελήσει να μπει. Δεν ξέρω αν οι νόμοι και οι λάμπες κάνουν τίποτα». Δεν έμοιαζε με κάποιον που πριν μισό χρόνο πίστευε πως οι Ξέθωροι ήταν μονάχα ιστορίες βάρδων. Είχε δει κι αυτός πολλά.
«Ήταν και ο άνεμος», πρόσθεσε ο Ραντ. Η φωνή του δεν έτρεμε σχεδόν καθόλου, καθώς έλεγε τι είχε συμβεί στην κορυφή του πύργου. Οι γροθιές του Πέριν σφίχτηκαν και οι αρθρώσεις του άφησαν ξερούς κρότους. «Απλώς θέλω να φύγω από δω», κατέληξε ο Ραντ. «Θέλω να πάω νότια. Κάπου μακριά. Απλώς κάπου μακριά».
«Μα, αν οι πύλες είναι αμπαρωμένες», είπε ο Ματ, «πώς θα βγούμε έξω;»
Ο Ραντ τον κοίταξε. «Πώς θα βγούμε;» Έπρεπε να πάει μόνος του. Στο τέλος θα ήταν επικίνδυνο για όποιον ήταν κοντά του. Θα ήταν επικίνδυνο, και ακόμα και η Μουαραίν δεν ήξερε να του πει πόσος χρόνος του έμενε. «Ματ, ξέρεις ότι πρέπει να πας στην Ταρ Βάλον με τη Μουαραίν. Είπε ότι μόνο εκεί μπορούν να σε χωρίσουν από αυτό το παλιομάχαιρο χωρίς να πεθάνεις. Και ξέρεις τι θα συμβεί αν το κρατήσεις».