Выбрать главу

Ο Ματ άγγιξε το παλιό του πάνω από το εγχειρίδιο, χωρίς να δείχνει ότι συνειδητοποιούσε τι έκανε. «Το δώρο μιας Άες Σεντάι είναι δόλωμα για το ψάρι», παρέθεσε. «Ε, μπορεί να μην θέλω να καταπιώ το αγκίστρι. Μπορεί αυτό που θέλει να κάνει στην Ταρ Βάλον να είναι χειρότερο από το να μην πάω καθόλου. Μπορεί να λέει ψέματα. ‘Η αλήθεια που λέει μια Άες Σεντάι δεν είναι ποτέ η αλήθεια που νομίζεις’».

«Έχεις κι άλλες παλιές παροιμίες να βγάλεις για να ξαλαφρώσεις;» ρώτησε ο Ραντ. «Ο νότιος άνεμος φέρνει καλό επισκέπτη, ο βόρειος άνεμος άδειο σπίτι»; «Ένα γουρούνι βαμμένο χρυσό δεν παύει να ’ναι γουρούνι»; «Τα λόγια του ανόητου είναι σαν σκόνη;»

«Ηρέμησε, Ραντ», είπε απαλά ο Πέριν. «Δεν είναι ανάγκη να γίνεσαι κακός».

«Όχι; Μπορεί να μην θέλω να έρθετε εσείς οι δύο μαζί μου, έτσι που πάντα τριγυρνάτε γύρω μου, που μπλέκετε σε φασαρίες και περιμένετε να σας γλιτώσω εγώ. Μήπως το σκεφτήκατε ποτέ; Που να καώ, μήπως σας πέρασε από το νου ότι βαρέθηκα να σας βρίσκω πανιού όπου γυρίσω τα μάτια; Όλο πέφτω πάνω σας, και βαρέθηκα πια». Ο πόνος που φάνηκε στο πρόσωπο του Πέριν τον τρύπησε σαν μαχαίρι, αλλά συνέχισε δίχως έλεος. «Κάποιοι εδώ νομίζουν ότι είμαι άρχοντας. Άρχοντας. Μπορεί να μου αρέσει αυτό. Αλλά για κοιταχτείτε, που πάτε και παίζετε με τους σταβλίτες. Όταν φύγω, Θα φύγω μόνος μου. Εσείς οι δύο να πάτε στην Ταρ Βάλον, να πάτε να κρεμαστείτε, αλλά εγώ φεύγω μόνος».

Ο Ματ είχε μια μουδιασμένη έκφραση, κι έσφιγγε το εγχειρίδιο πάνω από το παλτό, τόσο που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει. «Αφού το θέλεις έτσι», είπε ψυχρά. «Νόμιζα ότι εμείς θα... Όπως θέλεις, αλ’Θορ. Μα, αν αποφασίσω να φύγω πάνω που θα φεύγεις κι εσύ, θα φύγω, και μην με πλησιάσεις».

«Κανείς δεν φεύγει όσο οι πύλες είναι αμπαρωμένες», είπε ο Πέριν. Κοίταζε πάλι το πάτωμα. Γέλια ακούστηκαν από τους τζογαδόρους κοντά στον τοίχο, καθώς κάποιος απ’ αυτούς έχανε.

«Είτε φύγετε, είτε μείνετε», είπε ο Λόιαλ, «μαζί ή χώρια, δεν έχει σημασία. Είστε και οι τρεις τα’βίρεν. Ακόμα κι εγώ μπορώ να το δω, παρ’ όλο που δεν έχω το Ταλέντο, απλά και μόνο κοιτάζοντας τι συμβαίνει γύρω σας. Το λέει και η Μουαραίν Σεντάι».

Ο Ματ σήκωσε τα χέρια. «Φτάνει πια, Λόιαλ. Λεν θέλω να ξανακούσω γι’ αυτό».

Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι. «Είτε το ξανακούσεις, είτε όχι, δεν παύει να είναι αλήθεια. Ο Τροχός του Χρόνου υφαίνει το Σχήμα της Εποχής, χρησιμοποιώντας για νήμα ανθρώπινες ζωές. Κι εσείς οι τρεις είστε τα’βίρεν, κομβικά σημεία στο υφαντό».

«Φτάνει πια, Λόιαλ».

«Για ένα διάστημα, ο Τροχός θα στρίβει το Σχήμα γύρω από σας τους τρεις, ό,τι κι αν κάνετε. Και ό,τι κάνετε είναι πιθανότερο να το έχει επιλέξει ο Τροχός παρά εσείς. Οι τα’βίρεν σέρνουν πίσω τους την ιστορία και δίνουν μορφή στο Σχήμα απλά και μόνο με την υπαρξή τους, όμως ο Τροχός υφαίνει τους τα’βίρεν πιο σφιχτά απ’ όσο τους άλλους ανθρώπους. Όπου και να πάτε και ό,τι και να κάνετε, αν δεν διαλέξει κάτι άλλο ο Τροχός, θα—»

«Φτάνει πια!» φώναξε ο Ματ. Οι άνδρες που έπαιζαν ζάρια κοίταξαν γύρω, τους αγριοκοίταξαν και μετά από λίγο ξαναγύρισαν στο παιχνίδι τους.

«Λυπάμαι, Ματ», μπουμπούνισε ο Λόιαλ. «Ξέρω ότι μιλάω πολύ, αλλά δεν ήθελα να—»

«Δεν μένω άλλο εδώ», είπε ο Ματ, με το κεφάλι στραμμένο προς την οροφή, «μαζί μ’ έναν Ογκιρανό, που η γλώσσα του πάει ροδάνι, και μ’ έναν βλάκα, που τα μυαλά του έχουν πάρει αέρα. Θα έρθεις, Πέριν;» Ο Πέριν αναστέναξε, έριξε μια ματιά στον Ραντ και μετά ένευσε.

Ο Ραντ τους είδε να φεύγουν, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. Πρέπει να πάω μόνος μου. Φως μου, βοήθα με.

Κι ο Λόιαλ επίσης τους ακολουθούσε με το βλέμμα, ενώ τα φρύδια του ήταν πεσμένα με ανησυχία. «Ραντ, πραγματικά δεν σκόπευα να—»

Ο Ραντ σκλήρυνε τη φωνή του. «Τι περιμένεις; Πήγαινε μαζί τους! Τι θες και στέκεσαι μπροστά μου. Είσαι άχρηστος, αφού δεν ξέρεις πώς βγαίνουμε από δω. Φύγε! Πήγαινε να βρεις τα δέντρα σου, τα αγαπημένα σου αλσύλλια, αν δεν τα έκοψαν ακόμα, και καλό ξεφόρτωμα, αν τα έκοψαν».

Τα μάτια του Λόιαλ, μεγάλα σαν φλιτζάνια, έδειξαν έκπληξη και πόνο στην αρχή, αλλά μετά πήραν μια έκφραση που θα μπορούσε να είναι θυμός. Ο Ραντ δεν νόμιζε ότι αυτό ήταν. Κάποιες παλιές ιστορίες υποστήριζαν πως οι Ογκιρανοί ήταν άγριοι, αν και δεν ανέφεραν με ποια έννοια, αλλά ο Ραντ δεν είχε συναντήσει πράο άτομο σαν τον Λόιαλ.

«Αν αυτό επιθυμείς, Ραντ αλ’Θορ», είπε παγερά ο Λόιαλ. Υποκλίθηκε με άκαμπτο κορμί και έφυγε στο κατόπι του Ματ και του Πέριν.

Ο Ραντ σωριάστηκε στα στοιβαγμένα σακιά με τα δημητριακά. Λοιπόν, είπε μια περιπαιχτική φωνή στο νου του, τα κατάφερες, ε; Έπρεπε, απάντησε στη φωνή. Η παρουσία μου και μόνο θα είναι επικίνδυνη για τους γύρω μου. Μα το αίμα και τις στάχτες, θα τρελαθώ, και... Όχι! Όχι, δεν θα τρελαθώ! Δεν θα χρησιμοποιήσω τη Δύναμη, άρα δεν Θα τρελαθώ, και... Αλλά δεν μπορώ να το ρισκάρω. Δεν μπορώ, το καταλαβαίνεις; Μα η φωνή μόνο γέλασε μαζί του.