Συνειδητοποίησε ότι οι τζογαδόροι τον κοίταζαν. Όλοι, που ακόμα ήταν γονατισμένοι στον τοίχο, είχαν γυρίσει και τον κοίταζαν. Οι Σιναρανοί όλων των τάξεων ήταν σχεδόν πάντα αβροί κι ευγενικοί, ακόμα και απέναντι σε άσπονδους εχθρούς τους, και οι Ογκιρανοί ποτέ δεν ήταν εχθροί του Σίναρ. Τα μάτια τους έδειχναν σοκαρισμένα. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, αλλά τα μάτια τους έλεγαν ότι αυτό που είχε κάνει ήταν λάθος. Ένα μέρος του εαυτού του πίστευε πως είχαν δίκιο, κι αυτό έκανε ακόμα πιο οδυνηρό το βουβό κατηγορώ τους. Απλώς τον κοίταζαν, αλλά ο Ραντ βγήκε τρέχοντας και παραπατώντας από την αποθήκη, σαν να τον κυνηγούσαν.
Συνέχισε να τριγυρνά ζαλισμένος στις αποθήκες, ψάχνοντας μέρος να τρυπώσει, μέχρι να επιτραπεί ξανά η κυκλοφορία στις πύλες. Έπειτα ίσως κρυβόταν στην άμαξα κάποιου προμηθευτή τροφίμων. Αν δεν τις έψαχναν στην έξοδό τους. Αν δεν ερευνούσαν τις αποθήκες, ψάχνοντας ολόκληρο το οχυρό γι’ αυτόν. Αρνήθηκε πεισματικά να βάλει κάτι τέτοιο στο νου του, συγκεντρώθηκε πεισματικά στο να βρει σίγουρο μέρος. Όμως σ’ όλα τα μέρη που έβρισκε —ένα κούφωμα σε μια στοίβα σακιών με δημητριακά, ένα στενό διαδρομάκι στον τοίχο πίσω από κρασοβάρελα, μια εγκαταλειμμένη αποθήκη μισογεμάτη άδεια καφάσια και σκιές— φανταζόταν τους διώκτες του να τον βρίσκουν. Φανταζόταν επίσης και τον αθέατο παρατηρητή να τον βρίσκει εκεί, όποιος —ή ό,τι— κι αν ήταν. Έτσι συνέχισε να ψάχνει, διψασμένος και σκονισμένος, και με τα μαλλιά γεμάτα ιστούς.
Και μετά βγήκε σε έναν διάδρομο, που τον φώτιζαν μισοσβησμένοι δαυλοί, κι εκεί καραδοκούσε η Εγκουέν, σταματώντας για να κοιτάξει στις αποθήκες από τις οποίες περνούσε. Τα μελαχρινά μαλλιά της, που έπεφταν ως τη μέση της, ήταν πιασμένα πίσω με μια κόκκινη κορδέλα, και φορούσε ένα ανοιχτόγκριζο φόρεμα, απ’ αυτά που ήταν της μόδας στο Σίναρ, με κόκκινο ποδόγυρο. Στη θέα της, ένιωσε να τον κατακλύζουν αισθήματα θλίψης και απώλειας, χειρότερα απ’ όσο πριν που είχε διώξει τον Ματ και τον Πέριν και τον Λόιαλ. Είχε μεγαλώσει πιστεύοντας πως κάποια μέρα θα παντρευόταν την Εγκουέν και οι δύο αυτό πίστευαν. Αλλά τώρα...
Η Εγκουέν αναπήδησε όταν ο Ραντ πετάχτηκε μπροστά της, της κόπηκε η ανάσα, μα είπε μόνο, «Εδώ είσαι λοιπόν. Ο Ματ και ο Πέριν μου είπαν τι έκανες. Και ο Λόιαλ. Ξέρω τι μαγειρεύεις, Ραντ, και είναι μεγάλη χαζομάρα». Σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της και τα μεγάλα, μαύρα μάτια της στηλώθηκαν πάνω του αυστηρά. Ο Ραντ ανέκαθεν απορούσε πώς μπορούσε να τον κοιτάζει αφ’ υψηλού —το έκανε κατά βούληση— τη στιγμή που έφτανε ίσαμε το στήθος του, και εκτός αυτού ήταν και δυο χρόνια μικρότερή του.
«Ωραία», της είπε. Ξαφνικά θύμωσε με τα μαλλιά της. Πριν φύγει από τους Δύο Ποταμούς, δεν είχε δει ποτέ του μεγάλη γυναίκα που να μην είχε τα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξούδα. Εκεί κάθε κοπέλα περίμενε με λαχτάρα να πει ο Κύκλος των Γυναικών πως ήταν αρκετά μεγάλη για να αρχίσει να πλέκει τα μαλλιά της. Η Εγκουέν τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Κι εμφανιζόταν εδώ με τα μαλλιά λυτά, πιασμένα μονάχα με μια κορδέλα. Εγώ Θέλω να πάω σπίτι και δεν μπορώ, ενώ αυτή βιάζεται να ξεχάσει το Πεδίο του Έμοντ. «Φύγε κι άσε με ήσυχο κι εσύ. Τι να τις κάνεις τις παρέες μ’ έναν βοσκό. Γέμισε ο τόπος Άες Σεντάι για να τις χαζεύεις. Και μην πεις ότι με είδες. Με κυνηγούν, και καλά θα κάνεις να μην τις βοηθήσεις».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Πιστεύεις ότι εγώ θα σε—»
Γύρισε για να φύγει και η Εγκουέν με μια κραυγή όρμηξε πάνω του, αγκαλιάζοντας τα πόδια του. Έπεσαν και οι δύο στο πέτρινο δάπεδο και τα σακίδια και τα δέματα πετάχτηκαν δεξιά κι αριστερά. Εκείνος μούγκρισε, όταν χτύπησε κάτω και η λαβή του σπαθιού βούλιαξε στην πλευρά του, και ξαναμούγκρισε, όταν η Εγκουέν σκαρφάλωσε πάνω του και κάθισε στην πλάτη του σαν σε καρέκλα. «Η μητέρα μου», του είπε με σταθερή φωνή, «πάντα μου έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να κουμαντάρεις άντρα είναι να μάθεις πώς να καβαλικεύεις μουλάρι. Είπε ότι τις πιο πολλές φορές έχουν τα ίδια μυαλά. Καμιά φορά το μουλάρι είναι εξυπνότερο».
Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Κατέβα από πάνω μου, Εγκουέν! Κατέβα! Εγκουέν, αν δεν κατέβεις» —χαμήλωσε απειλητικά τη φωνή του— «θα σου κάνω κάτι. Ξέρεις τι είμαι». Πρόσθεσε και μια άγρια ματιά καλού-κακού.
Η Εγκουέν ρούφηξε τη μύτη της. «Δεν θα μου έκανες τίποτα, ακόμα κι αν μπορούσες. Δεν θα πείραζες κανέναν. Δεν μπορείς, πάντως. Ξέρω ότι δεν μπορείς να διαβιβάσεις τη Μία Δύναμη όποτε θέλεις· απλώς συμβαίνει, και δεν μπορείς να την ελέγξεις. Εγώ, από την άλλη μεριά, κάνω μαθήματα με τη Μουαραίν, έτσι, αν δεν ακούσεις τη φωνή της λογικής, Ραντ αλ’Θορ, ίσως βάλω φωτιά στο παντελόνι σου. Τουλάχιστον αυτό είναι μέσα στις ικανότητές μου. Αν συνεχίσεις το ίδιο βιολί, θα σου δείξω». Απότομα, για μια στιγμή, η φλόγα στον κοντινότερο δαυλό του τοίχου θέριεψε και βρυχήθηκε. Η Εγκουέν τσίριξε και την κοίταξε, ξαφνιασμένη.