Выбрать главу

Ο Ραντ στριφογύρισε, την άρπαξε από το μπράτσο, την κατέβασε από την πλάτη του και την έβαλε να καθίσει κόντρα στον τοίχο. Όταν ανακάθισε και ο ίδιος, η Εγκουέν καθόταν απέναντι του, τρίβοντας με γοργές κινήσεις το μπράτσο της. «Στ’ αλήθεια θα το έκανες, ε;» της είπε θυμωμένα. «Παίζεις με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις. Μπορεί να μας έκανες και τους δύο κάρβουνο!»

«Άνδρες! Όταν χάνετε στη συζήτηση, ή φεύγετε ή καταφεύγετε στη βία».

«Για μια στιγμή! Ποιος έβαλε τρικλοποδιά τον άλλο; Ποιος κάθισε πάνω στον άλλο; Και απείλησες —προσπάθησες!— να—» Σήκωσε και τα δύο χέρια. «Όχι, τέρμα. Πάντα αυτό κάνεις. Κάθε φορά που βλέπεις ότι η συζήτηση δεν πάει όπως θες, ξαφνικά τσακωνόμαστε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Όχι αυτή τη φορά».

«Δεν τσακώνομαι», είπε εκείνη γαλήνια, «ούτε και αλλάζω το θέμα. Τι σημαίνει το ότι κρύβεσαι, αν όχι ότι τρέχεις να ξεφύγεις; Και αφού κρυφτείς, θα το σκάσεις στ’ αλήθεια. Και γιατί πληγώνεις τον Ματ και τον Πέριν και τον Λόιαλ; Και μένα; Ξέρω γιατί. Φοβάσαι ότι θα πληγώσεις κάποιον ακόμα χειρότερα, αν τον αφήσεις να μείνει κοντά σου. Αν δεν κάνεις αυτό που δεν πρέπει να κάνεις, τότε δεν θα έχεις να φοβηθείς μήπως πληγώσεις κανέναν, Τόσο τρέξιμο και τσακωμοί, και δεν ξέρεις καν αν υπάρχει λόγος. Γιατί να ξέρουν καν την ύπαρξη σου η Έδρα της Άμερλιν, ή οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι εκτός από τη Μουαραίν;»

Ο Ραντ για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντας την. Όσο περισσότερο έμενε με τη Μουαραίν και τη Νυνάβε, τόσο πιο πολλά φερσίματά τους αποκτούσε, τουλάχιστον όταν το ήθελε. Φορές-φορές έμοιαζαν πολύ, η Άες Σεντάι και η Σοφία, με το απόμακρο βλέμμα που έδειχνε να ξέρει πολλά. Το ίδιο βλέμμα από την Εγκουέν του έφερνε ταραχή. Τελικά, της είπε τι είχε πει ο Λαν, «Τι άλλο να εννοούσε;»

Το χέρι της πάγωσε πάνω στο μπράτσο της και έσμιξε τα φρύδια βυθισμένη σε σκέψεις. «Η Μουαραίν ξέρει για σένα, και δεν έκανε τίποτε, άρα γιατί να κάνει κάτι τώρα; Όμως, αν ο Λαν...» Ακόμα συνοφρυωμένη, τον κοίταξε κατάματα. «Οι αποθήκες είναι το πρώτο μέρος που θα ψάξουν. Αν ψάξουν. Μέχρι να δούμε αν ψάχνουν, πρέπει να πας σε μέρος που δεν θα σκεφτούν καθόλου να κοιτάξουν. Ξέρω. Το μπουντρούμι».

Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. «Το μπουντρούμι!»

«Όχι σε κελί, χαζέ. Πηγαίνω εκεί μερικά απογεύματα για να επισκεφθώ τον Πάνταν Φάιν. Το ίδιο και η Νυνάβε. Κανένας δεν θα παραξενευτεί, αν σήμερα πάω νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, τώρα που όλοι έχουν στο νου τους την Άμερλιν, κανένας δεν θα μας προσέξει».

«Αλλά, η Μουαραίν...»

«Δεν πάει στα μπουντρούμια για να ανακρίνει τον Πάνταν Φάιν. Τον πηγαίνουν σ’ αυτήν. Κι έχει βδομάδες να τον δει. Πίστεψέ με, εκεί θα είσαι ασφαλής».

Ο Ραντ ακόμα δίσταζε. Ο Πάνταν Φάιν. «Γιατί, εν πάση περιπτώσει, πας και βλέπεις τον πραματευτή; Είναι Σκοτεινόφιλος, το παραδέχτηκε ο ίδιος, και από τους χειρότερους. Που να καώ, Εγκουέν, αυτός έφερε τους Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ! Κυνηγόσκυλο του Σκοτεινού, έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του, και από τη Νύχτα του Χειμώνα μύριζε το δρόμο μου».

«Δεν είναι επικίνδυνος πίσω από τα σιδερένια κάγκελα, Ραντ». Ήταν η σειρά της να διστάσει και τον κοίταζε σχεδόν ικετευτικά. «Ραντ, πριν ακόμα γεννηθώ έφερνε την άμαξά του κάθε άνοιξη στους Δύο Ποταμούς. Ξέρει όλους τους ανθρώπους που ξέρω, όλα τα μέρη. Είναι παράξενο, αλλά, όσο περισσότερο μένει κλειδωμένος, τόσο πιο άνετος γίνεται με τον εαυτό του. Είναι σχεδόν σαν να ξεφεύγει από τον Σκοτεινό. Γελάει ξανά, λέει αστείες ιστορίες, για τους ανθρώπους του Πεδίου του Έμοντ και, μερικές φορές, για μέρη που πρώτη φορά ακούω. Μερικές φορές είναι σαν τον παλιό εαυτό του. Απλώς θέλω κάποιον να μιλώ μαζί του για την πατρίδα».

Αφού εγώ σε αποφεύγω, σκέφτηκε ο Ραντ, αφού ο Πέριν αποφεύγει τους πάντες και ο Ματ περνά τον καιρό τον στο τζόγο και τα ξεφαντώματα. «Δεν έπρεπε να κλειστώ τόσο στον εαυτό μου», μουρμούρισε, και ύστερα αναστέναξε. «Τέλος πάντων, αφού η Μουαραίν νομίζει ότι είναι ασφαλές για σένα, ε, τότε θα είναι ασφαλές και για μένα. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανακατευτείς κι εσύ».

Η Εγκουέν σηκώθηκε και άρχισε να ξεσκονίζει το φόρεμά της, αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«Η Μουαραίν είπε ότι είναι ασφαλές, έτσι δεν είναι; Εγκουέν;»