«Η Μουαραίν Σεντάι ποτέ δεν μου είπε να μην επισκεφθώ τον Πάνταν Φάιν», είπε εκείνη, προσέχοντας τα λόγια της.
Ο Ραντ την κοίταξε και ύστερα ξέσπασε. «Δεν τη ρώτησες. Δεν το ξέρει. Εγκουέν, αυτό είναι βλακεία. Ο Πάνταν Φάιν είναι Σκοτεινόφιλος, από τους χειρότερους Σκοτεινόφιλους».
«Είναι κλειδωμένος σε κλουβί», απάντησε η Εγκουέν πειραγμένη, «κι εγώ δεν είμαι υποχρεωμένη να ζητώ για όλα την άδεια της Μουαραίν. Δεν είναι λίγο αργά για να αναρωτιέσαι πώς θα υπακούσεις στις επιθυμίες μιας Άες Σεντάι; Θα έρθεις λοιπόν;»
«Μπορώ να βρω το μπουντρούμι χωρίς εσένα. Με ψάχνουν, ή θα αρχίσουν να με ψάχνουν σε λίγο, και δεν είναι προς όφελός σου να σε βρουν μαζί μου».
«Χωρίς εμένα», είπε εκείνη ξερά, «θα σκοντάψεις στα πόδια σου και θα πέσεις στην αγκαλιά της Έδρας της Άμερλιν, και μετά θα ομολογήσεις τα πάντα, προσπαθώντας να τα κρύψεις».
«Μα το αίμα και τις στάχτες, έπρεπε να είσαι στον Κύκλο των Γυναικών στο χωριό. Αν οι άνδρες ήταν τόσο ανίκανοι κι ανήμποροι όσο νομίζεις, τότε δεν θα—»
«Θα μείνεις εδώ να μιλάς μέχρι να σε βρουν; Μάζεψε τα μπαγκάζια σου, Ραντ, κι έλα μαζί μου». Χωρίς να περιμένει την απάντησή του, έστριψε και πήρε το διάδρομο. Ο Ραντ την υπάκουσε απρόθυμα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του.
Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι —κυρίως υπηρέτες— στον απόμερο δρόμο που πήραν, αλλά ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι όλοι του έδιναν ιδιαίτερη προσοχή. Όχι σε έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν για ταξίδι, αλλά σ’ αυτόν, τον Ραντ αλ’Θορ πιο συγκεκριμένα. Ήξερε ότι έφταιγε η φαντασία του —αυτό ευχόταν— αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν ένιωσε καθόλου ανακουφισμένος, όταν σταμάτησαν σε ένα διάδρομο βαθιά κάτω από το οχυρό, μπροστά σε μια ψηλή πόρτα με μια μικρή σιδερένια γρίλια, η οποία ήταν ενισχυμένη με σίδερο, σαν τις εξωτερικές πύλες. Ένα ρόπτρο κρεμόταν κάτω από τη γρίλια.
Ο Ραντ μέσα από τη γρίλια είδε γυμνούς τοίχους και δύο στρατιώτες με κότσο, που κάθονταν δίχως κράνη σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα. Ο ένας ακόνιζε ένα εγχειρίδιο με μακριές, αργές κινήσεις πάνω σε μια πέτρα. Ο ρυθμός του έμεινε αναλλοίωτος όταν η Εγκουέν χτύπησε το ρόπτρο, βγάζοντας μια οξεία κλαγγή, όταν το σίδερο χτύπησε σε σίδερο. Ο άλλος άνδρας, με πρόσωπο πλακουτσό και βλοσυρό, κοίταξε την πόρτα σαν να συλλογιζόταν κάτι, πριν τελικά σηκωθεί και πλησιάσει. Ήταν κοντός και γεροδεμένος, μόλις που έφτανε για να κοιτάξει από τα κάγκελα που διασταυρώνονταν.
«Τι θες; Α, εσύ είσαι πάλι, κοπέλα μου. Ήρθες να δεις τον Σκοτεινόφιλό σου; Ποιος είναι αυτός;» Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να ανοίξει την πόρτα.
«Ένας φίλος μου, Τσάνγκου. Θέλει κι αυτός να δει τον Αφέντη Φάιν».
Ο στρατιώτης κοίταξε εξεταστικά τον Ραντ και το πάνω χείλος του τρεμούλιασε αποκαλύπτοντας τα δόντια του. Ο Ραντ δεν πίστεψε πως σκόπευε να χαμογελάσει. «Λοιπόν», είπε τελικά ο Τσάνγκου. «Λοιπόν. Είσαι ψηλός, ε; Ψηλός. Και κάποιος σαν του λόγου σου, να φορά τέτοια φανταχτερά ρούχα. Σ’ έπιασε κανένας όταν ήσουν μικρός, εκεί στα Ανατολικά Σύνορα, και σε δάμασε;» Έσυρε βροντερά τις αμπάρες και τράβηξε την πόρτα. «Άντε, αν θέλετε να μπείτε». Πήρε χλευαστικό τόνο. «Πρόσεχε μην κουτουλήσεις το κεφάλι σου, Άρχοντά μου».
Δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος· η πόρτα ήταν αρκετά ψηλή, ακόμα και για τον Λόιαλ. Ο Ραντ ακολούθησε την Εγκουέν, σμίγοντας τα φρύδια, ενώ αναρωτιόταν μήπως αυτός ο Τσάνγκου ήθελε να τους μπλέξει σε καμιά φασαρία. Ήταν ο πρώτος αγενής Σιναρανός που συναντούσε ο Ραντ· ακόμα και ο Μασέμα ήταν ψυχρός, όχι αγενής. Αλλά ο τύπος αυτός έκλεισε την πόρτα με κρότο και έσυρε τις βαριές αμπάρες, και μετά πήγε στα ράφια που υπήρχαν πέρα από το τραπέζι και πήρε μια από τις λάμπες που ήταν εκεί. Ο άλλος άνδρας δεν σταμάτησε στιγμή να ακονίζει το μαχαίρι του, δεν σήκωσε καν το βλέμμα. Το δωμάτιο ήταν άδειο, είχε μόνο το τραπέζι, πάγκους και ράφια, ενώ στο πάτωμα υπήρχαν άχυρα, και πιο πέρα μια πόρτα με σιδερένιο δέσιμο, η οποία οδηγούσε ακόμα βαθύτερα.
«Θα θέλετε και φωτάκι», είπε ο Τσάνγκου, «εκεί στα σκοτάδια, με τον Σκοτεινόφιλο φίλο σας». Γέλασε βραχνά, χωρίς καθόλου ευθυμία, και άναψε τη λάμπα. «Σε περιμένει». Έδωσε τη λάμπα στην Εγκουέν και άνοιξε την εσωτερική πόρτα σχεδόν βιαστικά. «Σε περιμένει. Εκεί, στο σκοτάδι».
Ο Ραντ κοντοστάθηκε ανήσυχα, με το σκοτάδι να απλώνεται παραπέρα και τον Τσάνγκου πίσω του, αλλά η Εγκουέν τον έπιασε από το μανίκι και τον τράβηξε. Η πόρτα βρόντηξε, πιάνοντας σχεδόν τη φτέρνα του· οι αμπάρες έκλεισαν με κρότο. Μόνο το φως της λάμπας υπήρχε, μια λιμνούλα γύρω τους στο σκοτάδι.
«Είσαι σίγουρη ότι θα μας αφήσει να βγούμε;» ρώτησε την Εγκουέν. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι ο άλλος δεν είχε κοιτάξει καν το σπαθί και το τόξο του, δεν είχε ρωτήσει τι είχε στα πράγματά του. «Δεν είναι ευσυνείδητοι σκοποί. Πού ξέρει αν δεν ήρθαμε να ελευθερώσουμε τον Φάιν;»