Выбрать главу

Ξαφνικά τα μάτια του στένεψαν και καρφώθηκαν σε μια γυναίκα, βυθισμένη στο μαύρο, έτσι ώστε μόνο τα δάχτυλά της φαίνονταν. Στο δεξί της χέρι υπήρχε ένα χρυσό δαχτυλίδι με μορφή ερπετού που έτρωγε την ουρά του. Άες Σεντάι, ή τουλάχιστον κάποια που είχε εκπαιδευθεί από ας Άες Σεντάι στην Ταρ Βάλον. Καμιά άλλη δεν θα φορούσε τέτοιο δαχτυλίδι. Γι’ αυτόν δεν άλλαζε τίποτα. Τράβηξε το βλέμμα του για να μην τον δει που την κοίταζε, και σχεδόν αμέσως βρήκε άλλη μια γυναίκα, κουκουλωμένη και αυτή από την κορφή ως τα νύχια στα μαύρα, η οποία φορούσε άλλο ένα δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Οι δύο μάγισσες δεν έδειχναν να γνωρίζονται. Κάθονταν στο Λευκό Πύργο, σαν αράχνες στη μέση ενός ιστού και τραβούσαν τα νήματα που έκαναν βασιλιάδες και βασίλισσες να χορεύουν, κι έχωναν τη μύτη τους παντού. Καταραμένες να είναι στον αιώνιο θάνατο! Συνειδητοποίησε ότι έτριζε τα δόντια του. Αν το πλήθος αυτό λιγόστευε —κι έτσι έπρεπε να γίνει, πριν τη Μέρα— κάποιες απουσίες θα ήταν πιο ευπρόσδεκτες κι από των Μαστόρων.

Ένα καμπανάκι κουδούνισε, με μια τρεμουλιαστή νότα που ήχησε ταυτοχρόνως από παντού και έκοψε όλους τους ήχους σαν μαχαίρι.

Οι ψηλές πόρτες στην άλλη άκρη του θαλάμου άνοιξαν απαλά και δύο Τρόλοκ μπήκαν μέσα, φορώντας μαύρη πλεχτή πανοπλία, στολισμένη με καρφιά. Όλοι έκαναν πίσω. Ακόμα και ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς.

Ήταν δυο κεφάλια ψηλότεροι από τον πιο ψηλό άνθρωπο εκεί πέρα, ένα αναγουλιαστικό μίγμα ανθρώπου και ζώου, με ανθρώπινα πρόσωπα στρεβλωμένα και παραλλαγμένα. Ο ένας είχε βαρύ, μυτερό ράμφος στο σημείο που έπρεπε να είναι το στόμα και η μύτη του, και πούπουλα κάλυπταν το κεφάλι του αντί για μαλλιά. Ο άλλος περπατούσε με οπλές, το πρόσωπό του προεξείχε σχηματίζοντας τριχωτή μουσούδα, και πάνω από τα αυτιά του ξεπρόβαλλαν κέρατα.

Οι Τρόλοκ, αγνοώντας τους ανθρώπους, στράφηκαν προς την πόρτα και υποκλίθηκαν, δουλοπρεπείς και φοβισμένοι. Τα πούπουλα του ενός υψώθηκαν σαν λειρί.

Ένας Μυρντράαλ βγήκε ανάμεσα από τους δυο τους κι αυτοί έπεσαν στα γόνατα. Ήταν ντυμένος με μαύρα ενδύματα, το οποία έκαναν τις πανοπλίες των Τρόλοκ και τις μάσκες των ανθρώπων να φαντάζουν συγκριτικά λαμπερές, ενδύματα που κρέμονταν ασάλευτα, δίχως το παραμικρό κυμάτισμα, καθώς προχωρούσε με χάρη οχιάς.

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε τα χείλη του να τραβιούνται προς τα πίσω δείχνοντας τα δόντια, εν μέρει με άηχο γρύλισμα και εν μέρει, αν και ντρεπόταν να το παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό του, με φόβο. Ο Μυρντράαλ είχε το πρόσωπο ακάλυπτο. Το κάτωχρο, αρρωστιάρικο πρόσωπό του, πρόσωπο άνδρα, μα δίχως μάτια, σαν αυγό, σαν σκουλήκι σε τάφο.

Το λείο, λευκό πρόσωπο έστριψε, κοιτάζοντάς τους όλους έναν-έναν, έτσι έμοιαζε. Ήταν ολοφάνερη η ανατριχίλα που τους διέτρεξε όλους κάτω από εκείνη την ανόφθαλμη ματιά. Τα λεπτά, δίχως καθόλου αίμα χείλη συσπάστηκαν με κάτι που, σχεδόν, θα μπορούσε να είναι χαμόγελο, καθώς ένας-ένας οι μασκοφόροι προσπάθησαν να χωθούν στο πλήθος, κολλώντας στον διπλανό τους για να αποφύγουν εκείνο το βλέμμα. Η όψη του Μυρντράαλ τους έκανε να σταθούν σε ημικύκλιο μπροστά στην πόρτα.

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξεροκατάπιε. Θα ’ρθει μια μέρα, Ημιάνθρωπε. Όταν ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους ξανάρθει, δα διαλέξει τους Νέους Άρχοντες του Δέους του, κι εσύ θα γονατίσεις τρέμοντας μπροστά τους. Θα γονατίσεις τρέμοντας μπροστά σε ανθρώπους. Μπροστά μου! Γιατί δεν μιλά; Σταμάτα να με κοιτάζεις και μίλα!

«Ο Αφέντης σας έρχεται.» Η φωνή του Μυρντράαλ ακούστηκε γδαρτή, σαν ξερό δέρμα φιδιού που τσακιζόταν. «Στις κοιλιές σας, σκουλήκια! Ικετέψτε, για να μην σας τυφλώσει και σας κάψει η λαμπρότητά του!»

Οργή πλημμύρισε τον άνδρα που αυτοαποκαλεί το Μπορς, τόσο για το ύφος, όσο και για τα λόγια του, αλλά μετά ο αέρας πάνω από τον Ημιάνθρωπο τρεμόπαιξε και τότε ένιωσε τη σημασία αυτών που είχε ακούσει. Δεν μπορεί! Δεν...! Οι Τρόλοκ είχαν κιόλας πέσει στην κοιλιά τους, σπαρταρώντας, σαν να ήθελαν να χωθούν στο πάτωμα.