Выбрать главу

«Με ξέρουν καλά», είπε εκείνη, αλλά φαινόταν μπερδεμένη, και πρόσθεσε, «Κάθε φορά που έρχομαι μοιάζουν χειρότεροι. Όλοι οι φρουροί. Πιο κακοί, πιο άγριοι. Ο Τσάνγκου έλεγε αστεία την πρώτη φορά που ήρθα, και τώρα ο Νιντάο δεν ανοίγει καθόλου το στόμα του. Αλλά φαντάζομαι ότι δεν σου ξαλαφρώνει την καρδιά το να δουλεύεις σε τέτοιο μέρος. Μπορεί να είναι ιδέα μου. Νιώθω το μέρος να πλακώνει και τη δική μου καρδιά». Παρά τα λόγια της, τον τράβηξε πίσω της στο σκοτάδι, προχωρώντας με άνεση. Ο Ραντ ακούμπησε το ελεύθερο χέρι στο σπαθί του.

Το αμυδρό φως της λάμπας έδειχνε ένα φαρδύ προθάλαμο με επίπεδες σιδερένιες γρίλιες στα αριστερά και τα δεξιά, στις προσόψεις των κελιών με τους πέτρινους τοίχους. Από τα κελιά που είχαν περάσει, μόνο δύο ήταν κατειλημμένα. Οι φυλακισμένοι ανακάθιζαν στα στενά κρεβάτια τους, όταν τους χτυπούσε το φως, προστατεύοντας τα μάτια με τα χέρια και αγριοκοιτάζοντας τον Ραντ και την Εγκουέν μέσα από τα δάχτυλά τους. Αν και τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως τους αγριοκοίταζαν. Τα μάτια τους λαμπύριζαν στο φως της λάμπας.

«Αυτού εδώ του αρέσει να μεθά και να καυγαδίζει», μουρμούρισε η Εγκουέν, δείχνοντας έναν σωματώδη άνδρα με βουλιαγμένες τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. «Αυτή τη φορά έκανε μονάχος του φύλλο και φτερό την κοινή αίθουσα ενός πανδοχείου της πόλης και τραυμάτισε σοβαρά μερικούς ανθρώπους». Ο άλλος φυλακισμένος φορούσε χρυσοκέντητο παλιό με φαρδιά μανίκια και κοντές μπότες που άστραφταν. «Πήγε να φύγει από την πόλη χωρίς να πληρώσει το λογαριασμό του στο πανδοχείο» —η Εγκουέν ξεφύσηξε δυνατά καθώς το έλεγε· ο πατέρας της ήταν πανδοχέας, όπως επίσης και Δήμαρχος του Πεδίου του Έμοντ— «και χωρίς να πληρώσει σε πεντ’ έξι ακόμα μαγαζάτορες κι εμπόρους αυτά που τους χρωστούσε».

Οι άνδρες τους έλουσαν με μουγκρητά και βλαστήμιες, χειρότερες απ’ ό,τι είχε ακούσει ποτέ ο Ραντ από τους φρουρούς των εμπόρων που έρχονταν στο χωριό του.

«Κι αυτοί επίσης κάθε μέρα χειροτερεύουν», είπε η Εγκουέν με πνιγμένη φωνή, και τάχυνε το βήμα.

Ήταν τόσο μπροστά του, όταν έφτασαν στο κελί του Πάνταν Φάιν, που ήταν πέρα στην άκρη, που η λάμπα δεν φώτιζε τον Ραντ. Στάθηκε εκεί, στις σκιές πίσω της.

Ο Φάιν καθόταν στο κρεβάτι του, γέρνοντας μπροστά με προσμονή, σαν να περίμενε, όπως είχε πει ο Τσάνγκου. Ήταν κοκαλιάρης με διαπεραστικό βλέμμα, με μακριά χέρια και μεγάλη μύτη, πιο ισχνός απ’ όσο τον θυμόταν ο Ραντ. Δεν ήταν ισχνός από τη ζωή στο μπουντρούμι —το φαγητό εδώ ήταν ίδιο με των υπηρετών, και δεν στερούσαν φαγητό ακόμα και στον χειρότερο φυλακισμένο— αλλά απ’ αυτά που είχε κάνει προτού έρθει στο Φαλ Ντάρα.

Η όψη του έφερε στον Ραντ ανεπιθύμητες αναμνήσεις. Τον Φάιν στο κάθισμα της μεγάλης άμαξάς του, όταν ήταν πραματευτής, να περνά τη Γέφυρα των Κάρων και να φτάνει στο Πεδίο του Έμοντ ανήμερα τη Νύχια του Χειμώνα. Τη Νύχια του Χειμώνα είχαν έρθει οι Τρόλοκ, σκοτώνοντας και καίγοντας, κυνηγώντας. Κυνηγούσαν τρεις νεαρούς, είχε πει η Μουαραίν. Κυνηγούσαν εμένα, αν μονάχα το ήξεραν, και είχαν τον Φάιν σαν κυνηγόσκυλο να τους δείξει το δρόμο.

Ο Φάιν σηκώθηκε όρθιος, όταν πλησίασε η Εγκουέν, χωρίς να κρύβει τα μάτια, χωρίς καν να βλεφαρίσει στο φως. Της χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο που άγγιξε μόνο τα χείλη του, και ύστερα ύψωσε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι της. Κοιτάζοντας κατευθείαν τον Ραντ, ο οποίος ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι πίσω από το φως, τον έδειξε μ’ ένα γαμψό δάχτυλο. «Σε νιώθω εκεί, να κρύβεσαι, Ραντ αλ’Θορ», είπε, σχεδόν τραγουδιστά. «Δεν μπορείς να κρυφτείς, ούτε από μένα, ούτε απ’ αυτούς. Νόμιζες ότι όλα είχαν τελειώσει, ε; Αλλά η μάχη ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ. Έρχονται για μένα, έρχονται για σένα, και ο πόλεμος συνεχίζεται. Είτε ζήσεις, είτε πεθάνεις, για σένα ποτέ δεν τελειώνει. Ποτέ». Ξαφνικά, άρχισε να απαγγέλλει.

«Έρχεται η μέρα που όλοι θα λευτερωθούν. Ακόμα κι εσύ, ακόμα κι εγώ. Έρχεται η μέρα που όλοι θα πεθάνουν. Σίγουρα εσύ, μα ποτέ εγώ».

Άφησε το χέρι του να πέσει χαλαρό και τα μάτια του υψώθηκαν για να κοιτάζουν με προσήλωση ψηλά, προς τα πάνω στο σκοτάδι. Το στόμα του παραμορφώθηκε μ’ ένα στραβό χαμόγελο· χασκογέλασε βαθιά μέσα στο λαιμό του, σαν να του φαινόταν αστείο αυτό που έβλεπε. «Ο Μόρντεθ ξέρει πιο πολλά απ’ όλους σας. Ο Μόρντεθ ξέρει».

Η Εγκουέν οπισθοχώρησε, ώσπου έφτασε στον Ραντ, και το φως της λάμπας μόλις που άγγιζε τα κάγκελα του κελιού του Φάιν. Ο πραματευτής ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι, αλλά πάλι άκουγαν το χασκόγελό του. Ακόμα και χωρίς να τον βλέπει, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως ο Φάιν ακόμα ατένιζε το τίποτα.