Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο δεξί της χέρι καθρέφτισε μουντά το φως, καθώς το χέρι της άγγιζε τη λεπτή χρυσή αλυσίδα, η οποία ήταν στερεωμένη στα μελαχρινά μαλλιά της που έπεφταν σαν καταρράκτης στους ώμους της. Μια μικρή, διαφανής γαλάζια πέτρα κρεμόταν στο μέτωπό της. Πολλές στο Λευκό Πύργο ήξεραν τα κόλπα που μπορούσε να κάνει, χρησιμοποιώντας αυτή την πέτρα σαν εστίαση. Ήταν απλώς ένα γυαλισμένο γαλάζιο κρύσταλλο, κάτι που είχε χρησιμοποιήσει μια νεαρή κοπέλα στο πρώτο της μάθημα, δίχως την καθοδήγηση κανενός. Εκείνη η κοπελίτσα είχε θυμηθεί τις ιστορίες για τα ανγκριάλ και τα ακόμα πιο ισχυρά σα-ανγκριάλ — εκείνα τα μυθικά απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, που επέτρεπαν στις Άες Σεντάι να διαβιβάσουν περισσότερη Μία Δύναμη απ’ όσο θα μπορούσε κάποια να χειριστεί αβοήθητη με ασφάλεια. Τις είχε θυμηθεί και είχε πιστέψει πως ήταν αναγκαίο να υπάρχει κάποια τέτοια εστίαση για να διαβιβάσει. Οι αδελφές της στο Λευκό Πύργο ήξεραν μερικά από τα κόλπα της, και υποψιάζονταν άλλα, συμπεριλαμβανομένων μερικών που δεν υπήρχαν, μερικών που την είχαν σοκάρει όταν τα είχε ακούσει. Αυτά που έκανε με την πέτρα ήταν απλά και μικρά, αν και, φορές-φορές, ήταν χρήσιμα· ήταν από κείνα που θα φανταζόταν ένα παιδί. Αλλά, αν είχαν συνοδεύσει την Άμερλιν λάθος γυναίκες, τότε το κρύσταλλο ίσως τις έβαζε σε μειονεκτική θέση, εξαιτίας των διαδόσεων.
Ένα γοργό, επίμονο χτύπημα ακούστηκε από την πόρτα του δωματίου. Κανένας Σιναρανός δεν θα χτυπούσε με τέτοιο τρόπο, ούτε την πόρτα άλλων, αλλά ειδικά τη δική της. Η Μουαραίν συνέχισε να κοπάζει τον καθρέφτη, ώσπου αντίκρισε τα μάτια της να την κοιτάζουν γαλήνια, με όλες τις σκέψεις κρυμμένες στα σκοτεινά βάθη τους. Άγγιξε το σακουλάκι από μαλακό δέρμα που κρεμόταν στην ζώνη της. Όποια και να ’ταν τα προβλήματα που την έβγαλαν από την Ταρ Βάλον, θα τα ξεχάσει, όταν βάλω αυτό το πρόβλημα μπροστά της. Ακούστηκε ένα ακόμα χτύπημα, ακόμα πιο ζωηρό από το πρώτο, ενώ η Μουαραίν διέσχιζε το δωμάτιο και άνοιγε την πόρτα με ένα ήρεμο χαμόγελο για τις δύο γυναίκες που είχαν έρθει να την πάρουν.
Αναγνώρισε και τις δύο. Ήταν η μελαχρινή Ανάγια με τα γαλάζια κρόσσια στο σάλι, και η ξανθομάλλα Λίαντριν με τα κόκκινα. Η Λίαντριν όχι μόνο έδειχνε νέα, αλλά ήταν, νέα και όμορφη, με κουκλίστικο πρόσωπο και μικρό στόμα, που ήταν σφιγμένο με μια τσατισμένη έκφραση· το χέρι της ήταν υψωμένο, έτοιμο να ξαναχτυπήσει την πόρτα. Τα μαύρα φρύδια της και τα ακόμα πιο σκοτεινά μάτια της έρχονταν σε αντίθεση με τη βροχή των καστανόξανθων κοτσίδων που έπεφταν στους ώμους της, αλλά αυτός ο συνδυασμός δεν ήταν ασυνήθιστος στο Τάραμπον. Και οι δύο γυναίκες ήταν ψηλότερες από τη Μουαραίν, αν και η Λίαντριν την ξεπερνούσε λιγότερο από μια πιθαμή.
Στο άχαρο πρόσωπο της Ανάγια φάνηκε ένα χαμόγελο, όταν η Μουαραίν άνοιξε την πόρτα. Αυτό το χαμόγελο της χάριζε τη μόνη ομορφιά που θα είχε ποτέ, μα ήταν αρκετή· σχεδόν όλοι ένιωθαν ασφαλείς, ξεχωριστοί και ανακουφισμένοι, όταν τους χαμογελούσε η Ανάγια. «Το Φως να λάμπει πάνω σου, Μουαραίν. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Είσαι καλά; Πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε».
«Η καρδιά μου νιώθει ανάλαφρη μαζί σου, Ανάγια». Αυτή ήταν η καθαρή αλήθεια· χαιρόταν, ξέροντας ότι είχε τουλάχιστον μια φίλη μεταξύ των Άες Σεντάι που είχαν έρθει στο Φαλ Ντάρα. «Το Φως να σε φωτίζει».
Το στόμα της Λίαντριν σφίχτηκε, και το χέρι της τράβηξε απότομα το σάλι. «Η Έδρα της Άμερλιν, απαιτεί να παρουσιαστείς ενώπιόν της, Αδελφή». Κι η φωνή της, επίσης, έδειχνε εκνευρισμό και ψυχρότητα. Όχι εξαιτίας της Μουαραίν, ή τουλάχιστον όχι μόνο εξαιτίας της· η Λίαντριν πάντα φαινόταν σαν κάτι να της πήγαινε στραβά. Καισούφιασε και προσπάθησε να κοιτάξει το δωμάτιο, πάνω από τον ώμο της Μουαραίν. «Αυτός ο θάλαμος, προστατευμένος με φυλακτό. Δεν μπορούμε να μπούμε. Γιατί βάζεις φυλακτά εναντίον των αδελφών σου;»
«Εναντίον όλων», απάντησε η Μουαραίν, δίχως να διατάσει. «Πολλές υπηρέτριες είναι περίεργες για τις Άες Σεντάι και δεν θέλω να ψαχουλεύουν στα δωμάτιά μου όταν λείπω. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε ανάγκη να κάνω διάκριση». Έκλεισε πίσω της την πόρτα κι έμειναν και οι τρεις στο διάδρομο. «Να πηγαίνουμε; Δεν πρέπει να μας περιμένει η Άμερλιν».
Προχώρησε στο διάδρομο, με την Ανάγια να τιτιβίζει δίπλα της. Η Λίαντριν στάθηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντας την πόρτα σαν να αναρωτιόταν τι έκρυβε η Μουαραίν, και μετά έτρεξε να προλάβει τις άλλες. Στάθηκε στο πλευρό της Μουαραίν, περπατώντας αλύγιστη, σαν φρουρός. Η Ανάγια απλώς περπατούσε, συντροφεύοντας τη Μουαραίν. Τα σανδαλοφορεμένα πόδια τους άγγιζαν απαλά τα πυκνά χαλιά με τα απλά σχέδια.
Γυναίκες με λιβρέες έκλιναν βαθιά το γόνυ, καθώς περνούσαν οι Άες Σεντάι, πολλές μάλιστα πιο βαθιά απ’ όσο θα το έκαναν για τον ίδιο τον Άρχοντα του Φαλ Ντάρα. Άες Σεντάι, τρεις μαζί, ενώ στο οχυρό ήταν η Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως· οι γυναίκες του οχυρού δεν περίμεναν να έχουν μεγαλύτερη τιμή στη ζωή τους. Μερικές γυναίκες από Οίκους ευγενών ήταν στους διαδρόμους, κι έκλιναν το γόνυ και αυτές, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα έκαναν για τον Άρχοντα Άγκελμαρ. Η Μουαραίν και η Ανάγια χαμογελούσαν και έκλιναν την κεφαλή, ως απάντηση στους όλο σεβασμό χαιρετισμούς των άλλων, των ευγενών και των υπηρετριών αδιακρίτως. Η Λίαντριν αγνοούσε τους πάντες.