Εδώ φυσικά υπήρχαν μόνο γυναίκες, καθόλου άνδρες. Κανένας άρρην Σιναρανός πάνω από την ηλικία των δέκα ετών δεν θα έμπαινε στους γυναικωνίτες δίχως άδεια ή πρόσκληση, αν και μερικά αγοράκια έπαιζαν στους διαδρόμους. Γονάτιζαν αδέξια στο ένα γόνατο όμως, όταν οι αδελφές τους έκλιναν βαθιά το γόνυ. Η Ανάγια μερικές φορές χαμογελούσε και χάιδευε κάποια παιδικά κεφαλάκια καθώς περνούσε.
«Αυτή τη φορά, Μουαραίν», είπε η Ανάγια, «έλειψες πολύ καιρό από την Ταρ Βάλον. Πάρα πολύ καιρό. Η Ταρ Βάλον σε νοσταλγεί. Οι αδελφές σου σε νοσταλγούν. Και ο Λευκός Πύργος σε χρειάζεται».
«Κάποιες πρέπει να δουλέψουμε στον έξω κόσμο», είπε η Μουαραίν γλυκά. «Αφήνω σε σένα την Αίθουσα του Πύργου, Ανάγια. Όμως στην Ταρ Βάλον μαθαίνεις πιο πολλά για όσα συμβαίνουν στον κόσμο απ’ όσα ακούω εγώ. Πολύ συχνά τρέχω και προσπερνώ όσα γίνονται εκεί που ήμουν χθες. Τι νέα άκουσες;»
«Τρεις ακόμα ψεύτικοι Δράκοντες». Η Λίαντριν δαγκώθηκε. «Στη Σαλδαία, στο Μουράντυ και στο Δάκρυ, ψεύτικοι Δράκοντες σπαράζουν τον κόσμο. Ενώ στο μεταξύ εσείς οι Γαλάζιες χαμογελάτε και αερολογείτε και προσπαθείτε να κρυφτείτε στο παρελθόν». Η Ανάγια ύψωσε το φρύδι της και η Λίαντριν έκλεισε το στόμα της ξεφυσώντας κοφτά.
«Τρεις», στοχάστηκε η Μουαραίν χαμηλόφωνα. Για μια στιγμή τα μάτια της άστραψαν, μα γρήγορα το έκρυψε. «Τρεις τα δύο τελευταία χρόνια, και τώρα άλλοι τρεις μονομιάς».
«Όπως έγινε με τους άλλους, θα φροντίσουμε κι αυτούς. Κι αυτά τα αρσενικά παράσιτα και τον συρφετό των κουρελήδων που ακολουθεί τα λάβαρα τους».
Η Μουαραίν βρήκε σχεδόν αστεία τη βεβαιότητα στη φωνή της Λίαντριν. Σχεδόν. Είχε βαθιά επίγνωση της πραγματικότητας, βαθιά επίγνωση των ενδεχομένων. «Λίγοι μήνες ήταν αρκετοί για να ξεχάσεις, Αδελφή; Ο τελευταίος ψεύτικος Δράκοντας σχεδόν τσάκισε την Γκεάλνταν, πριν νικηθεί ο στρατός του, είτε ήταν συρφετός κουρελήδων, είτε όχι. Και ναι, ο Λογκαίν τώρα είναι στην Ταρ Βάλον, ειρηνεμένος και ασφαλής, φαντάζομαι, όμως για να τον κατατροπώσουμε χρειάστηκε να πεθάνουν αδελφές μας. Ακόμα και μια αδελφή νεκρή είναι μεγαλύτερη απώλεια απ’ όσο μπορούμε να αντέξουμε, αλλά οι απώλειες της Γκεάλνταν ήταν ακόμα βαρύτερες. Οι δύο πριν τον Λογκαίν δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν, αλλά ακόμα κι έτσι οι λαοί του Κάντορ και του Άραντ Ντόμαν τους θυμούνται καλά. Χωριά καμένα και άνδρες που έπεσαν στη μάχη. Θα ’ναι εύκολο για τον κόσμο μας να αντιμετωπίσει τρεις ταυτοχρόνως; Πόσοι θα συρρεύσουν κάτω από τα λάβαρά τους; Σε κανέναν απ’ όσους ισχυρίστηκαν πως ήταν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας δεν έλειψαν οι οπαδοί. Πόσο σκληρός θα είναι ο πόλεμος αυτή τη φορά;»
«Δεν είναι τόσο άσχημη η κατάσταση», είπε η Ανάγια. «Απ’ όσο ξέρουμε, μόνο αυτός στη Σαλδαία μπορεί να διαβιβάζει. Δεν είχε χρόνο να προσελκύσει πολλούς οπαδούς, και τώρα πρέπει να έχουν φτάσει οι αδελφές εκεί για να τον αντιμετωπίσουν. Οι Δακρινοί έκαναν το δικό τους ψεύτικο Δράκοντα να οπισθοχωρήσει και να λεηλατήσει το Χάντον Μιρκ, ενώ ο άλλος στο Μουράντυ είναι ήδη αλυσοδεμένος». Άφησε ένα γοργό γελάκι θαυμασμού. «Για σκέψου, απ’ όλους τους λαούς αυτοί που ξεμπέρδεψαν με τον δικό τους τόσο γρήγορα ήταν οι Μουραντιανοί. Κι αν τους ρωτήσεις, δεν αυτοαποκαλούνται Μουραντιανοί, αλλά Λαγκαρντιανοί, ή Ινισλινοί, ή υπήκοοι του τάδε άρχοντα, ή της δείνα αρχόντισσας. Αλλά, φοβούμενοι μήπως κάποιος από τους γείτονες τους βρει πρόφαση για να εισβάλει, οι Μουραντιανοί όρμηξαν στον ψεύτικο Δράκοντά τους μόλις άνοιξε το στόμα για να αναγγείλει την παρουσία του».
«Ακόμα κι έτσι», είπε η Μουαραίν, «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τρεις μαζεμένους. Μπόρεσε καμιά αδελφή να κάνει κάποια Πρόβλεψη;» Η πιθανότητα ήταν μικρή —ελάχιστες Άες Σεντάι είχαν δείξει δείγματα αυτού του ταλέντου, έστω και το παραμικρό, εδώ και αιώνες— κι έτσι δεν ξαφνιάστηκε, όταν η Ανάγια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν ξαφνιάστηκε, μα ένιωσε λιγάκι ανακούφιση.
Έφτασαν σε μια συμβολή των διαδρόμων την ίδια στιγμή με την Αρχόντισσα Αμαλίζα. Εκείνη έκλινε βαθιά το γόνυ, σκύβοντας και απλώνοντας διάπλατα το ανοιχτοπράσινο φουστάνι της. «Τιμή στην Ταρ Βάλον», μουρμούρισε. «Τιμή στις Άες Σεντάι».