Για την αδελφή του Άρχοντα του Φαλ Ντάρα δεν αρκούσε ένα νεύμα της κεφαλής. Η Μουαραίν έπιασε τα χέρια της Αμαλίζας και την σήκωσε. «Μας τιμάς, Αμαλίζα. Σήκω, Αδελφή».
Η Αμαλίζα ορθώθηκε με χάρη, ενώ το πρόσωπό της αναψοκοκκίνιζε λιγάκι. Ποτέ δεν είχε πάει στην Ταρ Βάλον και το να αποκληθεί Αδελφή από μια Άες Σεντάι ήταν ιδιαίτερη εμπειρία, ακόμα και για κάποια της τάξης της. Κοντή και μεσήλικη, είχε μια σκοτεινή, ώριμη ομορφιά, την οποία αναδείκνυε το χρώμα στα μάγουλά της. «Είναι πολύ μεγάλη η τιμή, Μουαραίν Σεντάι».
Η Μουαραίν χαμογέλασε. «Πόσον καιρό γνωριζόμαστε, Αμαλίζα; Τώρα πρέπει να σε λέω Αρχόντισσά μου Αμαλίζα, σαν να μην καθίσαμε ποτέ μαζί να πιούμε τσάι;»
«Και βέβαια όχι», απάντησε η Αμαλίζα χαμογελώντας. Η ίδια δύναμη που φανέρωνε το πρόσωπο του αδελφού της φαινόταν και στο δικό της επίσης, χωρίς να τη μειώνουν οι πιο απαλές γραμμές στα μάγουλα και το στόμα της. Υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν ότι, παρ’ όλο που ο Άγκελμαρ ήταν σκληρός και ονομαστός μαχητής, ήταν, το πολύ, ισάξιος της αδελφής του. «Αλλά τώρα που είναι εδώ η Έδρα της Άμερλιν... Όταν ο Βασιλιάς Ήζαρ επισκέπτεται το Φαλ Ντάρα, κατ’ ιδίαν τον αποκαλώ Μαγκάμι, μικρό θείο, όπως τότε που ήμουν παιδούλα και με ανέβαζε στους ώμους του, αλλά μπροστά σε κόσμο πρέπει να είναι αλλιώς».
Η Ανάγια πλατάγισε τη γλώσσα. «Μερικές φορές οι τυπικότητες είναι αναγκαίες, μα συχνά οι άνδρες το παρατραβάνε. Σε παρακαλώ, λέγε με Ανάγια κι εγώ θα σε λέω Αμαλίζα, αν μου επιτρέπεις».
Με την άκρη του ματιού της, η Μουαραίν είδε την Εγκουέν, πέρα, στο τέλος του πλαϊνού διαδρόμου, να χάνεται, στρίβοντας βιαστικά σε μια γωνία. Μια καμπουριασμένη μορφή με δερμάτινο γιλέκο, με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα χέρια φορτωμένα μπαγκάζια σερνόταν στο κατόπι της. Η Μουαραίν επέτρεψε στον εαυτό της ένα χαμογελάκι, και το έκρυψε αμέσως. Αν η κοπέλα δείχνει ίδια πρωτοβουλία στην Ταρ Βάλον, σκέφτηκε ειρωνικά, κάποια μέρα θα καθίσει στην Έδρα της Άμερλιν. Αν μάθει να τιθασεύει τις πρωτοβουλίες της. Αν υπάρχει Έδρα της Άμερλιν στην οποία να καθίσει.
Όταν έστρεψε την προσοχή της στις άλλες, είδε ότι μιλούσε η Λίαντριν.
«...μετά χαράς την ευκαιρία να μάθω κι άλλα για τη χώρα σας». Ένα χαμόγελο είχε φανεί στο πρόσωπό της, ειλικρινές και σχεδόν κοριτσίστικο, και η φωνή της ήταν φιλική.
Η Μουαραίν κράτησε το πρόσωπό της ανέκφραστο, καθώς η Αμαλίζα προσκαλούσε την άλλη Άες Σεντάι να επισκεφθεί αυτήν και τις κυρίες της τιμής στον προσωπικό της κήπο, και η Λίαντριν δέχθηκε με χαρά. Η Λίαντριν είχε ελάχιστες φίλες, και ποτέ εκτός του Κόκκινου Άτζα. Ποτέ πάντως εκτός των Άες Σεντάι. Προτιμότερο θα έβρισκε να πιάσει φιλίες με άνδρες, ή με Τρόλοκ. Η Μουαραίν δεν ήξερε αν η Λίαντριν έβρισκε διαφορά μεταξύ ανδρών και Τρόλοκ. Λεν ήξερε αν καταλάβαινε τέτοια διαφορά κάποια άλλη του Κόκκινου Άτζα.
Η Ανάγια εξήγησε ότι, προς το παρόν, έπρεπε να παρουσιαστούν στην Έδρα της Άμερλιν. «Βεβαίως», είπε η Αμαλίζα. «Το φως να τη φωτίζει και ο Δημιουργός να την προστατεύει. Αργότερα, τότε». Σηκώθηκε και έκλινε την κεφαλή καθώς την άφηναν.
Η Μουαραίν μελέτησε τη Λίαντριν καθώς προχωρούσαν, χωρίς να την κοιτάζει απευθείας. Η Άες Σεντάι με τα μελόχρωμα μαλλιά ατένιζε ευθεία μπροστά, σουφρώνοντας σκεπτικά τα τριανταφυλλένια χείλη της. Έμοιαζε να είχε ξεχάσει τη Μουαραίν και την Ανάγια. Τι σκαρώνει άραγε;
Η Ανάγια δεν φαινόταν να είχε προσέξει τίποτα ασυνήθιστο, αλλά βέβαια πάντα κατόρθωνε να αποδέχεται τους ανθρώπους, τόσο όπως ήταν, όσο και όπως ήθελαν να είναι. Η Μουαραίν πάντα Θαύμαζε που η Ανάγια τα κατάφερνε τόσο καλά στον Λευκό Πύργο, αλλά, βέβαια, εκείνες που είχαν μέσα τους την πονηριά πάντα έπαιρναν για πανούργα τακτική την ευθύτητα και την ειλικρίνειά της, και τον τρόπο που αποδεχόταν τα πάντα. Πάντα καταλαμβάνονταν εξ απροόπτου, όταν αποδεικνυόταν πως έλεγε αυτό που εννοούσε και εννοούσε αυτό που έλεγε. Είχε βέβαια κι έναν τρόπο να βλέπει την ουσία των πραγμάτων. Και να αποδέχεται αυτό που έβλεπε. Τώρα η Ανάγια ξανάρχισε να λέει χαρωπά για τα νέα.
«Ακούστηκαν και καλά και κακά νέα από το Άντορ. Οι ταραχές στους δρόμους του Κάεμλυν καταλάγιασαν με τον ερχομό της άνοιξης, αλλά ακόμα το συζητάνε, το συζητάνε πολύ και κατηγορούν τη Βασίλισσα, όπως επίσης και την Ταρ Βάλον, για τον μακρύ χειμώνα. Η Μοργκέις δεν κρατά το θρόνο της γερά όπως πέρυσι, μα τον κρατά ακόμα, και Θα τον κρατά όσο ο Γκάρεθ Μπράυν είναι Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας. Και η Αρχόντισσα Ηλαίην, η Κόρη-Διάδοχος, και ο αδελφός της, ο Άρχοντας Γκάγουυν, έφτασαν ασφαλείς στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευτούν. Υπήρχαν κάποιοι φόβοι στον Λευκό Πύργο ότι αυτό το έθιμο Θα έπαυε».