Выбрать главу

Χωρίς να περιμένει για να δει αν θα σάλευε άλλος, ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έπεσε μπρούμυτα, γρυλίζοντας, καθώς χτυπούσε με δύναμη το πέτρινο πάτωμα. Από τα χείλη του ξεχύθηκαν λέξεις, σαν ξόρκι ενάντια σε κίνδυνο —ήταν ξόρκι, αλλά αδύναμο, σε σύγκριση με το αντικείμενο του φόβου του— και στ’ αυτιά του έφτασαν άλλες εκατό φωνές, βραχνές από το φόβο, που μιλούσαν κι αυτές από το πάτωμα.

«Ο Μέγας Άρχων του Σκότους είναι ο Αφέντης μου και μ’ όλη μου την καρδιά τον υπηρετώ, ως το τελευταίο ξόδι της ψυχής μου.» Στο βάθος του μυαλού του μια φωνή ψέλλιζε με φόβο. Ο Σκοτεινός κι όλοι οι Αποδιωγμένοι είναι δεσμευμένοι. ...Τρέμοντας, την έπνιξε. Είχε εγκαταλείψει αυτή τη φωνή πριν από πολύ καιρό. «Ιδού, ο Αφέντης μου είναι Αφέντης του θανάτου. Χωρίς να ρωτώ τίποτα, τον υπηρετώ για τη Μέρα του ερχομού του, όμως υπηρετώ με τη βέβαιη και σίγουρη ελπίδα της αιώνιας ζωής» ...δεσμευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ, τους δέσμευσε ο Δημιουργός τη στιγμή της δημιουργίας. Όχι, τώρα υπηρετώ άλλον αφέντη, «Σίγουρα οι πιστοί θα τιμηθούν σ’ όλη τη γη, θα τιμηθούν πάνω από τους άπιστους, θα τιμηθούν πάνω από θρόνους, όμως ταπεινά υπηρετώ για τη Μέρα της Επιστροφής του.» Το χέρι του Δημιουργού μας σκεπάζει όλους και το Φως μας προστατεύει από τη Σκιά. Όχι, όχι! Άλλον αφέντη. «Γοργά ας έρθει η Μέρα της Επιστροφής. Γοργά ας έρθει ο Μέγας Άρχων του Σκότους, για να μας οδηγεί και να κυβερνά τον κόσμο εις τους αιώνας των αιώνων.»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τελείωσε τον ψαλμό λαχανιασμένος, σαν να είχε τρέξει δέκα χιλιόμετρα. Οι τραχιές ανάσες τριγύρω του του είπαν ότι δεν ήταν ο μόνος.

«Σηκωθείτε. Όλοι σας, σηκωθείτε.»

Η μελίρρυτη φωνή τον ξάφνιασε. Σίγουρα δεν είχε μιλήσει κανένας από τους συντρόφους του, οι οποίοι κείτονταν με την κοιλιά, ζουλώντας το μασκοφορεμένο πρόσωπό τους στο πάτωμα, αλλά δεν ήταν η φωνή που περίμενε από... Ύψωσε επιφυλακτικά το κεφάλι, όσο για να δει με ένα μάτι.

Η μορφή ενός άνδρα ατωρείτο στον αέρα πάνω από τον Μυρντράαλ, με το τελείωμα της κόκκινης σαν αίμα ρόμπας του να κρέμεται μια απλωσιά πάνω από το κεφάλι του Ημιανθρώπου. Και η μάσκα του ήταν κατακόκκινη, σαν αίμα. Άραγε ο Μέγας Άρχων του Σκότους θα εμφανιζόταν ενώπιόν τους σαν άνδρας; Και μάλιστα μασκοφορεμένος; Όμως ο Μυρντράαλ, με τον φόβο να ποτίζει το βλέμμα του, έτρεμε και σχεδόν καμπούριαζε εκεί που στεκόταν στη σκιά της μορφής. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έψαξε να βρει απάντηση που να χωρά στο μυαλό του δίχως να το σχίσει στα δύο. Ένας από τους Αποδιωγμένους, ίσως.

Αυτή η σκέψη ήταν κάπως λιγότερο οδυνηρή, αλλά όχι πολύ. Έστω κι έτσι, σήμαινε πως πλησίαζε η Μέρα που θα ξαναγυρνούσε ο Σκοτεινός, αν είχε ελευθερωθεί κάποιος από τους Αποδιωγμένους. Οι Αποδιωγμένοι, οι δεκατρείς ισχυρότεροι χειριστές της Μίας Δύναμης, σε μια Εποχή που ήταν γεμάτη ισχυρούς χειριστές, είχαν παγιδευθεί στο Σάγιολ Γκουλ μαζί με τον Σκοτεινό, τους είχαν αποκόψει από τον κόσμο των ανθρώπων ο Δράκοντας και οι Εκατό Σύντροφοι. Και η αντενέργεια της παγίδευσης είχε μιάνει το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής· και όλοι οι άνδρες Άες Σεντάι, εκείνοι οι καταραμένοι χειριστές της Δύναμης, τρελάθηκαν και τσάκισαν τον κόσμο, τον κομμάτιασαν, σαν αγγείο που το πετάς στα βράχια, δίνοντας τέλος στην Εποχή των Θρύλων, πριν πεθάνουν κι αυτοί, σαπίζοντας από μέσα τους ενώ ακόμα ζούσαν. Κατά τη γνώμη του, ήταν ταιριαστός θάνατος για Άες Σεντάι. Και λίγο τους έπεφτε. Λυπόταν μόνο που είχαν γλιτώσει οι γυναίκες.

Αργά, με πόνο, έσπρωξε τον πανικό στο βάθος του μυαλού του, τον περιόρισε και τον κράτησε σφιχτά, παρ’ όλο που απειλούσε να ξεφύγει. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει. Απ’ όσους ήταν πεσμένοι με την κοιλιά, δεν είχε σηκωθεί κανείς, και λίγοι μόνο είχαν τολμήσει να σηκώσουν το βλέμμα.

«Σηκωθείτε.» Η μασκοφορεμένη μορφή αυτή τη φορά είχε μια σκληράδα στη φωνή της. Έκανε νόημα και με τα δύο χέρια. «Όρθιοι!»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς σηκώθηκε με αδέξιες κινήσεις, αλλά, πριν σταθεί όρθιος, δίστασε. Τα χέρια που έκαναν νόημα είχαν φρικτά εγκαύματα, ήταν γεμάτα διασταυρωμένες μαύρες χαρακιές, και η σάρκα που φανέρωναν ανάμεσά τους ήταν κόκκινη, σαν τη ρόμπα της μορφής. Θα εμφανιζόταν άραγε έτσι ο Σκοτεινός; Ή έστω ένας από τους Αποδιωγμένους; Τα ανοίγματα των ματιών σε κείνη την κόκκινη σαν αίμα μάσκα στράφηκαν αργά προς το μέρος του κι αυτός ίσιωσε βιαστικά το σώμα του. Του φάνηκε πως σε κείνο το βλέμμα είχε νιώσει τη λαύρα ενός καμινιού.

Οι άλλοι υπάκουσαν στη διαταγή, χωρίς να δείξουν περισσότερη χάρη ή λιγότερο φόβο καθώς σηκώνονταν. Όταν ήταν όλοι όρθιοι, η αιωρούμενη μορφή μίλησε.