Выбрать главу

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ανοιγόκλεισε τα μάτια. Αυτή την Εποχή ή κάποια άλλη; Νόμιζα ότι πλησιάζει η Μέρα της Επιστροφής. Τι με νοιάζει τι θα γίνει κάποια άλλη Εποχή, αν σ’ αυτήν γεράσω και πεθάνω περιμένοντας; Αλλά ο Μπα’άλζαμον είχε ξαναρχίσει να μιλά.

«Ήδη σχηματίζεται μία καμπή στο Σχέδιο, ένα από τα πολλά σημεία όπου αυτός ο οποίος θα γίνει ο Δράκοντας μπορεί να πειστεί να με υπηρετήσει. Πρέπει να πειστεί! Καλύτερα να με υπηρετήσει ζωντανός παρά νεκρός, όμως είτε ζωντανός, είτε νεκρός, πρέπει και θα με υπηρετήσει! Αυτούς τους τρεις πρέπει να τους ξέρετε, επειδή ο καθένας τους είναι ένα νήμα στο σχέδιο που σκοπεύω να υφάνω εγώ, και έγκειται σε σας να φροντίσετε ότι δα πάνε εκεί που διατάζω. Μελετήστε τους, για να τους ξέρετε.»

Ξαφνικά όλοι οι ήχοι χάθηκαν. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς σάλεψε ανήσυχος, και είδε κι άλλους να κάνουν το ίδιο. Όλοι εκτός από την Ιλιανή, όπως κατάλαβε αμέσως. Τα χέρια της ήταν απλωμένα στον κόρφο της, σαν να ήθελε να κρύψει τη στρογγυλάδα της σάρκας που αποκάλυπτε, τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά, φοβισμένα κι εκστατικά· ένευε ζωηρά, σαν να μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον. Μερικές φορές έμοιαζε να απαντά, αλλά ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν άκουγε ούτε λέξη. Ξαφνικά κύρτωσε το σώμα της προς τα πίσω, τρέμοντας, στηριγμένη στις μύτες των ποδιών της. Θα έπρεπε να είχε πέσει, εκτός αν την κρατούσε κάτι αόρατο. Έπειτα, πάλι ξαφνικά, ξαναστάθηκε στα πόδια της και ένευσε πάλι, ενώ υποκλινόταν τρέμοντας. Τη στιγμή ακόμα που ίσιωνε το σώμα της, μια από τις γυναίκες που φορούσαν δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό τινάχτηκε και άρχισε να νεύει.

Άρα ο καθένας μας θα ακούσει τις δικές του οδηγίες και κανένας κάποιου άλλου. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς μουρμούρισε απογοητευμένος. Αν ήξερε τι είχε διαταχθεί να κάνει έστω κι ένας από τους άλλους, ίσως μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη γνώση προς όφελός του, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο... Περίμενε ανυπόμονα της σειρά του, ξεχνώντας κάποιες στιγμές να κρατά το σώμα του καμπουριασμένο.

Οι συναθροισμένοι δέχονταν ένας-ένας τις εντολές τους, περιτειχισμένοι όλοι στη σιωπή, όμως ταυτόχρονα φανέρωναν ερεθιστικά στοιχεία, αρκεί να μπορούσε να τα διαβάσει. Εκείνος από τους Άθα’αν Μιέρε, ο Θαλασσινός, πάγωσε, δείχνοντας απροθυμία καθώς ένευε. Ο Σιναρανός έδειξε με τη στάση του σαστισμάρα την ίδια στιγμή που συμφωνούσε. Η δεύτερη γυναίκα από την Ταρ Βάλον τινάχτηκε, σαν να είχε πάθει αποπληξία, και η γκριζοντυμένη μορφή, η οποία δεν έδειχνε το φύλο της, στην αρχή κούνησε το κεφάλι αρνητικά και έπειτα έπεσε στα γόνατα και ένευσε ζωηρά. Κάποιοι συσπάστηκαν σαν την Ιλιανή, σαν να τους είχε κεντρίσει τόσος πόνος, ώστε να σηκωθούν στ’ ακροδάχτυλα τους.

«Μπορς.»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τινάχτηκε, καθώς μια κόκκινη μάσκα γέμιζε τα μάτια του. Ακόμα έβλεπε την αίθουσα, ακόμα έβλεπε την αιωρούμενη μορφή του Μπα’άλζαμον και τις τρεις φιγούρες μπροστά του, αλλά, ταυτοχρόνως, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το πρόσωπο με την κόκκινη μάσκα. Ζαλίστηκε, ένιωσε ότι το κρανίο του θα άνοιγε στα δύο και τα μάτια του θα έβγαιναν από το κεφάλι του. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι έβλεπε φλόγες μέσα από τα ανοίγματα που είχε η μάσκα για τα μάτια.

«Είσαι πιστός... Μπορς;»

Η χλευαστική χροιά στο όνομά του έστειλε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. «Είμαι πιστός, Μέγα Άρχοντα. Δεν μπορώ να κρυφτώ από σένα». Είμαι πιστός! Το ορκίζομαι!

«Όχι, δεν μπορείς.»

Η βεβαιότητα στη φωνή του Μπα’άλζαμον έκανε το στόμα του να ξεραθεί, αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να μιλήσει. «Διέταξε με, Μέγα Άρχοντα, και θα υπακούσω.»

«Πρώτον, θα επιστρέψεις στο Τάραμπον και θα εξακολουθήσεις τα καλά σου έργα. Και μάλιστα σε διατάζω να διπλασιάσεις τις προσπάθειες σου.»

Αυτός κοίταξε τον Μπα’άλζαμον μπερδεμένος, αλλά ύστερα οι φλόγες ξανάναψαν πίσω από τη μάσκα και υποκλίθηκε, σαν πρόφαση για να κοιτάξει αλλού. «Όπως διατάζεις Μέγα Άρχοντα, έτσι θα γίνει.»

«Δεύτερον, έχε τα μάτια σου ανοιχτά για τους τρεις νεαρούς και πες στους ακόλουθους σου να προσέχουν. Σε προειδοποιώ: είναι επικίνδυνοι.»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς κοίταξε τις μορφές που έπλεαν μπροστά από τον Μπα’άλζαμον. Πώς να το κάνω αυτό; Τους βλέπω, μα δεν μπορώ να δω τίποτα εκτός από το πρόσωπό του. Ένιωθε το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει. Ο ιδρώτας σκέπαζε τα χέρια του κάτω από τα λεπτά γάντια και το πουκάμισο κολλούσε στην πλάτη του. «Επικίνδυνοι, Μέγα Άρχοντα; Τα αγροτόπαιδα; Μήπως είναι ένας απ’ αυτούς ο—»

«Το σπαθί είναι επικίνδυνο γι’ αυτόν που βρίσκεται στη μύτη του, αλλά όχι γι’ αυτόν που βρίσκεται στη λαβή του. Εκτός αν αυτός που κρατά τη λαβή είναι ανόητος, ή απρόσεκτος, ή αδίδακτος, και σ’ αυτή την περίπτωση είναι δυο φορές πιο επικίνδυνο για τον ίδιο. Αρκεί που σου είπα να τους ξέρεις. Αρκεί να με υπακούσεις.»