Выбрать главу

«Όπως διατάζεις, Μέγα Άρχοντα, έτσι θα γίνει.»

«Τρίτον, σχετικά μ’ αυτούς που άραξαν στο Τόμαν Χεντ, και τους Ντομανούς. Γι’ αυτό το ζήτημα δεν θα μιλήσεις σε κανέναν. Όταν επιστρέψεις στο Τάραμπον...»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς κατάλαβε, καθώς άκουγε, ότι το στόμα του είχε μισανοίξει χάσκοντας. Οι οδηγίες του δεν είχαν νόημα. Αν ήξερα τι είπε στους άλλους, ίσως έβγαζα κάποια άκρη.

Ξαφνικά ένιωσε κάτι να σφίγγει το κεφάλι του, σαν ένα γιγάντιο χέρι να έλιωνε τους κροτάφους του, ένιωσε κάτι να τον σηκώνει και ο κόσμος διαλύθηκε με χιλιάδες αστραπές· κάθε λάμψη έγινε μια εικόνα που διέτρεξε το νου του ή στριφογύρισε και χάθηκε στο βάθος, πριν προλάβει να την καλοδεί. Ένας απίστευτος ουρανός με σύννεφα σε ραβδώσεις, κόκκινα και κίτρινα και μαύρα, που έτρεχαν, σαν να τα έσπρωχνε ο πιο δυνατός άνεμος που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Μια γυναίκα —μια κοπέλα;— ντυμένη στα λευκά εμφανίστηκε και την ίδια στιγμή απομακρύνθηκε στο σκοτάδι καν χάθηκε. Ένα κοράκι τον κοίταξε κατάματα, γνωρίζοντάς τον, και εξαφανίστηκε. Ένας πάνοπλος άνδρας με βαρβαρικό κράνος, βαμμένο και στολισμένο, και πλασμένο έτσι ώστε να μοιάζει με πελώριο και φαρμακερό έντομο, ύψωσε το σπαθί του και όρμηξε από δίπλα του, προσπερνώντας τον. Ένα κέρας, στρογγυλό και χρυσό, ήρθε στριφογυρνώντας από τον ορίζοντα. Άφηνε μια διαπεραστική νότα, καθώς χιμούσε προς το μέρος του, τραβώντας την ψυχή του. Την τελευταία στιγμή άστραψε και έγινε ένα εκτυφλωτικό, χρυσό δαχτυλίδι φωτός, που πέρασε από μέσα του και τον πάγωσε, σαν κάτι πέρα από θάνατο. Ένας λύκος πετάχτηκε από τις σκιές της σβησμένης ματιάς του και ξέσκισε το λαρύγγι του. Δεν μπορούσε να ουρλιάξει. Ο καταιγισμός συνεχίστηκε, πνίγοντάς τον, θάβοντάς τον. Μόλις που θυμόταν ποιος ήταν, τι ήταν. Οι ουρανοί έβρεξαν φωτιά, το φεγγάρι και τα άστρα έπεσαν· οι ποταμοί γέμισαν αίμα και οι νεκροί περπάτησαν· η γη σχίστηκε στα δύο και ανέβλυσε λιωμένη πέτρα...

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε ότι ήταν μισοσκυμμένος στην αίθουσα μαζί με τους άλλους, που οι περισσότεροι τον παρακολουθούσαν, χωρίς κανείς να μιλά. Όπου κι αν κοίταζε, πάνω ή κάτω, ή προς κάθε κατεύθυνση, το μασκοφορεμένο πρόσωπο του Μπα’άλζαμον κατέκλυζε το βλέμμα του. Οι εικόνες που είχαν πλημμυρίσει το μυαλό του ξεθώριαζαν· ήταν σίγουρος ότι πολλές είχαν ήδη χαθεί από τη μνήμη του. Ορθώθηκε διστακτικά, με τον Μπα’άλζαμον συνεχώς μπροστά του.

«Μέγα Άρχοντα, τι–;»

«Μερικές διαταγές είναι τόσο σημαντικές, ώστε δεν πρέπει να τις ξέρει ούτε κι αυτός που θα τις εκτελέσει.»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς υποκλίθηκε σχεδόν ως το πάτωμα. «Όπως προστάζεις, Μέγα Άρχοντα», ψιθύρισε βραχνά, «έτσι θα γίνει.»

Όταν σηκώθηκε, ήταν άλλη μια φορά μόνος στη σιγή. Ένας άλλος, Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου αυτός, ένευσε και υποκλίθηκε σε κάποιον, τον οποίον δεν έβλεπε κανείς άλλος. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έφερε το τρεμάμενο χέρι του στο μέτωπο, προσπαθώντας να συγκρατήσει κάτι απ’ αυτά που είχαν ξεσπάσει στο νου του, αν και δεν ήταν σίγουρος αν όντως ήθελε να τα θυμηθεί. Το τελευταίο απομεινάρι τους έσβησε και αυτός ξαφνικά αναρωτήθηκε τι προσπαθούσε να ξαναφέρει στη μνήμη. Ξέρω ότι κάτι υπήρχε, μα τι; Υπήρχε κάτι! Δεν υπήρχε; Έτριψε τα χέρια του, έκανε ένα μορφασμό, νιώθοντας τον ιδρώτα κάτω από τα γάντια του, και έστρεψε την προσοχή του στις τρεις μορφές, που κρέμονταν ακίνητες μπροστά στην αιωρούμενη μορφή του Μπα’άλζαμον.

Ο μυώδης, σγουρομάλλης νεαρός, ο αγρότης με το σπαθί, το παλικάρι με τη ξαβολιάρικη έκφραση. Ήδη με το νου του ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τους είχε ονομάσει Σιδερά, Ξιφομάχο και Κατεργάρη. Τι ρόλο παίζουν σ’ αυτό το γρίφο; Πρέπει να ήταν σημαντικοί, αλλιώς ο Μπα’άλζαμον δεν θα τους έκανε επίκεντρο αυτής της συγκέντρωσης. Και μόνο από τις διαταγές που είχε λάβει, θα μπορούσαν όλοι να πεθάνουν ανά πάσα στιγμή, και έπρεπε να υπολογίζει πως σίγουρα και κάποιοι από τους άλλους είχαν λάβει εντολές εξίσου θανάσιμες για τους τρεις. Πόσο σημαντικοί είναι; Τα γαλάζια μάτια ίσως σήμαιναν την αριστοκρατία του Άντορ —αυτό ήταν απίθανο, σύμφωνα με τα ρούχα— και υπήρχαν Μεθορίτες με ανοιχτόχρωμα μάτια, όπως επίσης και μερικοί Δακρινοί, για να μην αναφέρει κάποιους της Γκεάλνταν, και, φυσικά... Όχι, δεν έβγαινε τίποτα έτσι. Μα, κίτρινα μάτια; Ποιοι είναι; Τι είναι;

Τινάχτηκε όταν κάτι άγγιξε το μπράτσο του, και κοιτάζοντας γύρω είδε έναν από τους ασπροντυμένους υπηρέτες, έναν νεαρό, να στέκεται στο πλευρό του. Είχαν επιστρέψει και οι άλλοι, επίσης, κι ήταν περισσότεροι απ’ όσοι πριν, ένας για κάθε μασκοφορεμένο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Μπα’άλζαμον είχε φύγει. Και ο Μυρντράαλ επίσης είχε φύγει, και τραχιά πέτρα υπήρχε στη θέση της πόρτας απ’ όπου είχε μπει. Οι τρεις μορφές όμως ακόμη κρέμονταν εκεί. Ένιωσε σαν να τον κοίταζαν.