Выбрать главу

«Αν έχεις την ευχαρίστηση, Άρχοντα Μπορς, θα σου δείξω το δωμάτιό σου.»

Εκείνος απέφυγε να κοιτάζει τα πεθαμένα μάτια, έριξε άλλη μια ματιά στις τρεις μορφές, και ύστερα ακολούθησε τον υπηρέτη. Πού ήξερε ο νεαρός ποιο όνομα έπρεπε να πει, αναρωτήθηκε ανήσυχα. Όταν οι παράξενες σκαλισμένες πόρτες έκλεισαν πίσω του και οι δυο τους είχαν προχωρήσει καμιά δεκαριά Ρήματα, μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος στο διάδρομο με τον υπηρέτη. Έσμιξε τα φρύδια καχύποπτα πίσω από τη μάσκα του, αλλά, πριν ανοίξει το στόμα, ο υπηρέτης μίλησε.

«Και οι άλλοι επίσης πηγαίνουν στα δωμάτιά τους, Άρχοντά μου. Αν έχεις την ευχαρίστηση, Άρχοντά μου; Λεν υπάρχει πολύς χρόνος και ο Αφέντης μας είναι ανυπόμονος.»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έτριξε τα δόντια, τόσο για την έλλειψη πληροφοριών, όσο και για τον υπαινιγμό ότι ήταν όμοιοι οι δυο τους, αλλά ακολούθησε τον άλλο σιωπηλά. Μόνο οι ανόητοι οργίζονται με τους υπηρέτες, και, το χειρότερο, όταν θυμήθηκε τα μάτια του νεαρού, δεν ήταν βέβαιος πως έτσι θα έβγαζε κάτι. Και πώς ήξερε τι θα ρωτούσα; Ο υπηρέτης χαμογέλασε.

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε άνετα μόνο όταν ξαναβρέθηκε στο δωμάτιο όπου περίμενε όταν είχε πρωτοέρθει, αλλά όχι και τόσο άνετα. Το ότι οι σφραγίδες στα σακίδια της σέλας του είχαν μείνει απείραχτες ήταν μικρή παρηγοριά.

Ο υπηρέτης στάθηκε στο χωλ, χωρίς να μπει μέσα. «Μπορείς να φορέσεις τα δικά σου ρούχα, αν θέλεις, Άρχοντά μου. Κανένας δεν θα σε δει να αναχωρείς από δω, ούτε και να φτάνεις στον προορισμό σου, αλλά ίσως θα ήταν καλύτερο να φτάσεις εκεί με την κατάλληλη ενδυμασία. Κάποιος Θα έρθει να σου δείξει το δρόμο.»

Η πόρτα έκλεισε, χωρίς να έχει φανεί χέρι που να την κλείνει.

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ανατρίχιασε άθελά του. Άνοιξε βιαστικά τις σφραγίδες και τις πόρπες των σακιδίων του και έβγαλε το συνηθισμένο μανδύα του. Στο βάθος του μυαλού του μια φωνούλα αναρωτιόταν, αν η υπόσχεση της δύναμης, ακόμα και της αθανασίας, άξιζε άλλη μια τέτοια συνάντηση, αμέσως όμως γέλασε, πνίγοντάς την. Για τόση δύναμη, θα εξυμνούσα τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους κάτω από το Θόλο της Αλήθειας. Θυμήθηκε τις διαταγές που του είχε δώσει ο Μπα’άλζαμον, άγγιζε με το δάχτυλο τον πλατύ, χρυσαφένιο ήλιο, ο οποίος ήταν σκαλισμένος στο στέρνο του λευκού μανδύα του, και την κόκκινη ποιμενική ράβδο πίσω από τον ήλιο, το σύμβολο του αξιώματός του στον κόσμο των ανθρώπων, και παραλίγο θα έβαζε τα γέλια. Είχε δουλειά, σπουδαία δουλειά να κάνει στο Τάραμπον, και στην Πεδιάδα Άλμοθ.

1

Η Φλόγα της Ταρ Βάλον

Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται Θρύλος, ύστερα ξεθωριάζουν για να μείνουν μύθος, και είναι ξεχασμένες από καιρό, όταν πια ξανάρχονται. Μια Εποχή, την οποία μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, ένας άνεμος φύσηξε στα Όρη του Χαμμού. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.

Ο άνεμος αυτός, γεννημένος ανάμεσα σε μαύρες κορφές με κόψεις σαν ξυράφι, εκεί που ο Θάνατος λυμαινόταν τα ψηλά περάσματα, αλλά κρυβόταν από πλάσματα που ήταν ακόμα πιο επικίνδυνα, φύσηξε προς το νότο, περνώντας από το άγριο δάσος της Μεγάλης Μάστιγας, ένα δάσος που το είχε μιάνει και αλλοιώσει το άγγιγμα του Σκοτεινού. Η γλυκιά, αρρωστημένη οσμή της σαπίλας διαλύθηκε, όταν πια ο άνεμος διέσχισε την αόρατη γραμμή, την οποία οι άνθρωποι αποκαλούσαν σύνορα του Σίναρ, εκεί που τα άνθη της άνοιξης κρέμονταν πυκνά από τα δέντρα. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να ήταν καλοκαίρι, μα η άνοιξη είχε αργήσει να έρθει, καν η γη οργίαζε για να προφτάσει το χαμένο χρόνο. Φρέσκα αχνοπράσινα βλαστάρια ξεπετάγονταν απ’ όλους τους θάμνους και καινούργια, κόκκινα άνθη έβγαιναν στις άκρες όλων των κλαριών των δέντρων. Ο άνεμος έκανε τα χωράφια των αγροτών να κυματίζουν σαν κατάφυτες λιμνούλες, ξεχειλίζοντας από σπαρτά, που έμοιαζαν να ψηλώνουν στιγμή τη στιγμή.

Η οσμή του Θανάτου είχε χαθεί σχεδόν όλη, όταν ο άνεμος έφτασε στα πέτρινα τείχη της πόλης του Φαλ Ντάρα, πάνω στους λόφους της, και μαστίγωσε έναν πύργο του φρουρίου στην καρδιά της πόλης, έναν πύργο, πάνω στον οποίο δύο άνδρες έμοιαζαν να χορεύουν. Το Φαλ Ντάρα, εκεί ψηλά, με γερά τείχη, οχυρό και πόλη μαζί, ποτέ δεν είχε πέσει, ποτέ δεν είχε προδοθεί. Ο άνεμος βόγκηξε πάνω από τις στέγες με τα ξυλοκέραμα, γύρω από τις ψηλές πέτρινες καμινάδες και τους ακόμα πιο ψηλούς πύργους, βόγκηξε σαν μοιρολόι.