Выбрать главу

Robert Jordan

Το Μονοπάτι των Αιχμών

Στα ψηλά, όλα τα μονοπάτια είναι στρωμένα με στιλέτα.

—Παλιά παροιμία των Σωντσάν.

Όποιος δειπνήσει με τους ισχυρούς, πρέπει να ανηφορίσει την ατραπό των στιλέτων.

—Ανώνυμη σημείωση που βρέθηκε γραμμένη με μελάνι στο περιθώριο ενός χειρόγραφου (που, όπως πιστεύεται, ανάγεται στην εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου) που εξιστορεί τις τελευταίες μέρες του Τοβάνιου Κονκλάβιου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Απατηλά Φαινόμενα

Η Εθένιελ είχε δει βουνά πιο χαμηλά από αυτούς τους ατυχώς βαφτισμένους Μαύρους Λόφους, μεγάλους ανισόπεδους σωρούς μισοθαμμένων ογκόλιθων με φιδογυριστά περάσματα, που τους διέτρεχαν σαν ιστοί αράχνης. Κάποια από εκείνα τα περάσματα θα έκαναν ακόμα και μια κατσίκα να δειλιάσει. Θα μπορούσε κανείς να ταξιδεύει επί τρεις ολόκληρες μέρες ανάμεσα στα μαραμένα από την ξηρασία δάση και στους λειμώνες με το καφετί γρασίδι χωρίς να παρατηρήσει πουθενά ούτε ίχνος ανθρώπινης εγκατάστασης και ξαφνικά να βρεθεί μισή μέρα απόσταση από εφτά ή οκτώ μικροσκοπικά χωριουδάκια, ξεχασμένα από τον κόσμο. Οι Μαύροι Λόφοι ήταν μέρος δύσβατο για τους αγρότες, μακριά από εμπορικές οδούς, και πολύ πιο κακοτράχαλο τώρα απ’ ό,τι συνήθως. Μια λιπόσαρκη λεοπάρδαλη που υπό άλλες συνθήκες θα έκοβε λάσπη στη θέα των ανθρώπων, τους παρατηρούσε από μια απότομη πλαγιά, ούτε σαράντα βήματα πιο κάτω, καθώς η γυναίκα την προσπερνούσε μαζί με τους πάνοπλους συνοδούς της. Στα δυτικά, τα όρνια έκοβαν υπομονετικούς κύκλους στον αέρα, σαν οιωνοί. Ούτε ένα συννεφάκι δεν κηλίδωνε τον κόκκινο σαν αίμα ήλιο, υπήρχαν ωστόσο κάποιου είδους σύννεφα· τείχη ολόκληρα από σκόνη, που υψώνονταν μόλις έπνεε ο καυτός άνεμος.

Με πενήντα από τους καλύτερους άντρες της να την ακολουθούν κατά πόδας, η Εθένιελ κάλπαζε ανέμελα και δίχως βιασύνη. Αντίθετα με τη σχεδόν θρυλική πρόγονό της, τη Σουράοα, δεν είχε την παραμικρή ψευδαίσθηση πως ο καιρός θα εισάκουγε τις προσευχές της απλώς επειδή ήταν η κάτοχος του Θρόνου των Νεφών, όσο δε για τη βιασύνη... Οι προσεκτικά κρυπτογραφημένες κι αυστηρά φυλαγμένες επιστολές συμφωνούσαν σχετικά με τη διαταγή της προέλασης, κάτι που είχε καθοριστεί από την ανάγκη κάθε ατόμου να ταξιδεύει χωρίς να τραβάει την προσοχή. Δεν ήταν εύκολο. Κάποιοι, μάλιστα, το είχαν θεωρήσει αδύνατο.

Συνοφρυωμένη, σκέφτηκε πόσο τυχερή ήταν που είχε κατορθώσει να έρθει μέχρις εδώ χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσει κανέναν, αποφεύγοντας εκείνα τα μικροσκοπικά χωριά, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε επιπλέον μέρες ταξιδιού. Τα ελάχιστα Ογκιρανά στέντιγκ δεν παρουσίασαν κανένα πρόβλημα —οι Ογκιρανοί δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στις υποθέσεις των ανθρώπων, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, και τελευταία φαινόταν ότι αδιαφορούσαν ακόμα πιο πολύ— αλλά τα χωριά... Παραήταν μικρά για να κρύψουν τους κατασκόπους του Λευκού Πύργου ή αυτού του τύπου που ισχυριζόταν πως ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας — και ίσως ήταν· η Εθένιελ δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο από τα δύο θα ήταν χειρότερο —ωστόσο, όλο και διάφοροι γυρολόγοι κατέφθαναν. Οι γυρολόγοι, εκτός από εμπόρευμα, κουβαλούσαν στην πραμάτεια τους και μπόλικο κουτσομπολιό, που δεν δίσταζαν να το ψιθυρίσουν σε άλλους κι εκείνοι με τη σειρά τους σε άλλους. Έτσι, οι φήμες απλώνονταν σαν διακλαδιζόμενο ποτάμι μέσω των Μαύρων Λόφων στον έξω κόσμο. Λίγες λέξεις αρκούσαν ώστε ένας απλοϊκός κι ασήμαντος βοσκός να ανάψει τη δάδα των διαδόσεων που θα φαινόταν πεντακόσιες λεύγες μακρύτερα. Τη δάδα που έσπερνε τον όλεθρο σε δάση και λιβάδια, ίσως ακόμα σε πόλεις ή σε ολόκληρα έθνη.

«Έκανα όντως τη σωστή επιλογή, Σεράιλα;» Ενοχλημένη από τον ίδιο της τον εαυτό, η Εθένιελ μόρφασε. Μπορεί να μην ήταν πια κοριτσάκι, αλλά η ελαφριά γκριζάδα στα μαλλιά της δεν σήμαινε πως ήταν αρκετά μεγάλη για να αφήνει τη γλώσσα της να προτρέχει της διανοίας της. Παρ’ όλο που η απόφαση είχε πλέον παρθεί, τριβέλιζε διαρκώς το μυαλό της. Μα την αλήθεια του Φωτός, δεν ένιωθε τόσο αδιάφορη όσο θα ήθελε να είναι.

Η Πρώτη Σύμβουλος της Εθένιελ σπιρούνισε την καστανόχρωμη φοράδα της για να πλησιάσει περισσότερο το καλοθρεμμένο μαύρο άτι της Βασίλισσας. Το στρογγυλό της πρόσωπο γαλήνιο, τα σκοτεινά της μάτια σκεφτικά· η Αρχόντισσα Σεράιλα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σύζυγος αγρότη που την είχαν ντύσει ξαφνικά με το φόρεμα ιππασίας μιας αριστοκράτισσας, αλλά το μυαλό πίσω από αυτά τα κοινά κι ιδρωμένα χαρακτηριστικά ήταν εξίσου κοφτερό με οποιασδήποτε Άες Σεντάι. «Κι οι υπόλοιπες επιλογές έκρυβαν ρίσκα, διαφορετικής μεν μορφής αλλά καθόλου λιγότερα», απάντησε ήρεμα. Εύσαρκη αλλά γεμάτη χάρη πάνω στη σέλα, όπως κι όταν χόρευε, η Σεράιλα πάντα ήταν πράα. Όχι γλυκανάλατη ή ανειλικρινής· απλώς ολότελα ατάραχη. «Όποια κι αν είναι η αλήθεια, Μεγαλειοτάτη, ο Λευκός Πύργος φαίνεται να έχει παραλύσει και να καταρρέει. Θα μπορούσατε να έχετε καθίσει και να χαζεύετε τη Μάστιγα ενώ ο κόσμος γκρεμιζόταν γύρω σας. Αν ήσαστε κάποια άλλη, αυτό θα κάνατε».