Выбрать главу

Εκπνέοντας ηχηρά, η Βέριν βυθίστηκε σε ένα από τα ζωηρόχρωμα, διακοσμημένα με θυσάνους μαξιλαράκια. Ένας κομψός δίσκος από χρυσό σχοινί βρισκόταν ακουμπισμένος στα χαλιά δίπλα της. Γέμισε μια παράταιρη ασημένια κούπα από μια κασσιτέρινη κανάτα και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. Η δουλειά αυτή ήταν κουραστική και προκαλούσε δίψα. Υπήρχαν ακόμα αρκετές ώρες πριν τελειώσει η μέρα, αλλά ήδη ένιωθε σαν να είχε κουβαλήσει ένα βαρύ σεντούκι επί είκοσι μίλια. Σκαρφαλώνοντας σε λόφους. Ακούμπησε ξανά την κούπα στον δίσκο και τράβηξε το μικρό δερμάτινο σημειωματάριο που βρισκόταν πίσω από τη ζώνη της. Πάντα περνούσε λίγος χρόνος μέχρι να της φέρουν εκείνα που ζητούσε. Λίγες στιγμές για να διαβάσει ξανά τις σημειώσεις της —και να κρατήσει μερικές ακόμα— δεν ήταν πρόβλημα.

Δεν ήταν ανάγκη να κρατήσει σημειώσεις για τις κρατούμενες, αλλά η ξαφνική εμφάνιση της Κάντσουεϊν Μελάιντριν, προ τριών ημερών, την έβαζε σε σκέψεις. Τι αναζητούσε; Οι σύντροφοι της δεν ήταν δύσκολο να αποπεμφθούν, μα η ίδια η Κάντσουεϊν ήταν ένας θρύλος, και τα πειστικά σημεία αυτού του θρύλου την καθιστούσαν πολύ επικίνδυνη. Επικίνδυνη κι απρόσμενη. Τράβηξε μια πένα από τη μικρή ξύλινη θήκη γραφικής ύλης που πάντα είχε μαζί της, κι άπλωσε το χέρι της στο σκεπασμένο μελανοδοχείο, στο θηκάρι. Άλλη μια Σοφή εμφανίστηκε στο εσωτερικό της σκηνής.

Η Βέριν σηκώθηκε τόσο απότομα, που το σημειωματάριο της έπεσε. Η Ήρον δεν μπορούσε να διαβιβάσει καθόλου, αλλά η υπόκλιση της Βέριν ήταν πολύ πιο βαθιά απέναντι στην γκριζομάλλα γυναίκα παρά απέναντι στην Νταβιένα και στη Λοζαίν. Στο κατώτατο σημείο της υπόκλισης, τράβηξε τη φούστα της για να πιάσει το βιβλίο, αλλά τα δάχτυλα της Ήρον την πρόλαβαν. Η Βέριν ορθώθηκε, παρακολουθώντας ήρεμα την ψηλότερη γυναίκα να ξεφυλλίζει τις σελίδες.

Γαλανά μάτια, σαν του ουρανού, συνάντησαν τα δικά της. Μάτια χειμερινού ουρανού. «Μερικές χαριτωμένες ζωγραφιές και κάμποσες σημειώσεις για φυτά και λουλούδια», είπε ψυχρά η Ήρον. «Δεν βλέπω τίποτα αναφορικά με τις ερωτήσεις που στάλθηκες να υποβάλεις». Έδωσε το σημειωματάριο στη Βέριν με τρόπο που έμοιαζε να της το πετάει κατάμουτρα.

«Σε ευχαριστώ, Σοφή», είπε πειθήνια η Βέριν, στριμώχνοντας το βιβλιαράκι πίσω από τη ζώνη της. Καλού κακού, έκανε άλλη μια υπόκλιση, εξίσου βαθιά με την πρώτη. «Έχω το συνήθειο να σημειώνω ό,τι βλέπω». Κάποια μέρα θα έπρεπε να καθαρογράψει το κρυπτογράφημα που χρησιμοποιούσε στις σημειώσεις της —σημειώσεις μιας ζωής, που γέμιζαν τα ερμάρια και τα σεντούκια στα διαμερίσματά της, πάνω από τη βιβλιοθήκη του Λευκού Πύργου. Κάποια μέρα, αλλά όχι σύντομα, όπως ήλπιζε. «Όσον αφορά στις... εμ... κρατούμενες, προς το παρόν λένε παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Ο Πύργος επρόκειτο να παράσχει στέγη στον Καρ’α’κάρν μέχρι την Τελευταία Μάχη. Η... εμ... κακομεταχείρισή του άρχισε εξαιτίας μιας απόπειρας να δραπετεύσει. Αλλά όλα αυτά τα γνωρίζεις, φυσικά. Πάντως, μην ανησυχείς. Είμαι σίγουρη πως θα μάθω περισσότερα». Κι ήταν αλήθεια, ίσως μάλιστα η μόνη αλήθεια— είχε δει κάμποσες αδελφές να πεθαίνουν, ρισκάροντας να στείλουν άλλες στον τάφο δίχως ικανοποιητική αιτία. Το πρόβλημα ήταν να αποφασίσεις τι θα μπορούσε να προκαλέσει ένα τέτοιο ρίσκο. Ο τρόπος που είχε απαχθεί ο νεαρός αλ’Θόρ, από μια αντιπροσωπεία που υποτίθεται πως διαπραγματευόταν μαζί του, προκάλεσε θανάσιμη οργή στους Αελίτες, ωστόσο αυτό που η ίδια αποκαλούσε «κακομεταχείριση» δεν τους εξόργιζε σχεδόν καθόλου, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει τουλάχιστον.

Χρυσά και φιλντισένια βραχιόλια κροτάλισαν μαλακά καθώς η Ήρον τακτοποίησε τη μαύρη της εσάρπα. Κοίταξε τη Βέριν σαν να ήθελε να διαβάσει τη σκέψη της. Η Ήρον φαίνεται πως κατείχε υψηλή θέση ανάμεσα στις Σοφές, κι η Βέριν έβλεπε περιστασιακά ένα χαμόγελο να χαράζει αυτά τα σκούρα μάγουλα, ένα χαμόγελο ζεστό κι άνετο, που όμως δεν απευθυνόταν σε κάποια Άες Σεντάι. Ποτέ δεν μας πέρασε από το μυαλό πως ειδικά εσείς θα αποτυγχάνατε, είχε πει στη Βέριν με τόνο ζοφερό. Τα υπόλοιπα λόγια της, πάντως, δεν άφηναν τίποτα ανεξιχνίαστο. Οι Άες Σεντάι δεν έχουν τιμή. Στην παραμικρή υποψία, μπορώ να σε δέσω με τα ίδια μου τα χέρια. Αν οι υποψίες αυξηθούν, θα σε παλουκώσω και θα σε αφήσω στο έλεος των όρνιων και των μυρμηγκιών. Η Βέριν βλεφάρισε, προσπαθώντας να φανεί δεκτική. Κι υπάκουη· δεν έπρεπε να ξεχνάει την υπακοή. Πειθήνια και συμβιβαστική. Δεν αισθανόταν φόβο. Παλαιότερα, είχε έρθει αντιμέτωπη με άλλα, σκληρότερα βλέμματα, γυναικεία —αλλά κι αντρικά— δίχως καν τους αόριστους ενδοιασμούς της Ήρον σχετικά με το να βάλει τέλος στη ζωή της. Όμως, είχε καταβληθεί κάμποση προσπάθεια για να τη στείλουν να κάνει αυτές τις ερωτήσεις. Ήταν κρίμα να πάει χαμένη. Μακάρι αυτοί οι Αελίτες να φανέρωναν τα αληθινά τους πρόσωπα.