«Η Μάιντιν κι εγώ υπηρετούσαμε στο Μουράντυ», παρενέβη ανυπόμονα η Λίνι. «Μέχρι που ξεκίνησαν οι φασαρίες. Ο Τάλανβορ ήταν ο οπλουργός του Οίκου κι ο Μπάλγουερ ο γραμματέας. Οι ληστοσυμμορίτες έκαψαν το οίκημα κι η κυρά μας δεν μπορούσε να μας κρατήσει άλλο, οπότε αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί για μεγαλύτερη ασφάλεια».
«Αυτό θα έλεγα, Λίνι», γκρίνιασε ο Άρχοντας Γκιλ, ξύνοντας το πίσω μέρος του αυτιού του. «Ο οινέμπορος είχε φύγει από το Λάγκαρντ και, για κάποιο λόγο, τράβηξε προς επαρχία, και...» Κούνησε το κεφάλι του. «Είναι τόσο πολλά για να σ’ τα πω όλα, Πέριν. Άρχοντα Πέριν, θέλω να πω. Συγχώρα με. Ξέρεις καλά πως στους καιρούς μας όλο και κάπου ξεσπούν φασαρίες. Κάθε φορά που ξεφεύγουμε από μια άσχημη κατάσταση, πέφτουμε πάνω σε μια άλλη, και πάντα απομακρυνόμαστε από το Κάεμλυν. Και να ’μαστε εδώ, κουρασμένοι κι ευγνώμονες που ξαποστάσαμε κάπως. Αυτά είναι όλα κι όλα εν συντομία».
Ο Πέριν ένευσε αργά. Μπορεί να ήταν η απλή αλήθεια, αν κι είχε μάθει καλά πως οι άνθρωποι ήταν ικανοί να βρουν εκατό λόγους για να που ψέματα ή, τουλάχιστον, για να αποκρύψουν μέρος της αλήθειας. Κάνοντας μια γκριμάτσα, πέρασε σαν τσουγκράνα τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. Μα το Φως! Είχε αρχίσει να γίνεται καχύποπτος σαν Καιρχινός, κι όσο περισσότερο τον έμπλεκε ο Ραντ, τόσο χειρότερα θα γινόταν. Για ποιον λόγο, απ’ όλους τους ανθρώπους, ειδικά ο Μπέηζελ Γκιλ να του έλεγε ψέματα; Υπηρέτρια μιας αρχόντισσας, συνηθισμένη στα προνόμια, που ξαφνικά βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Αυτό εξηγούσε τα πάντα όσον αφορά στη Μάιντιν. Μερικά πράγματα ήταν όντως απλά.
Τα χέρια της Λίνι ήταν διπλωμένα στη μέση της, αλλά παρατηρούσε τα πάντα με κοφτερό βλέμμα δίχως να διαφέρει και πολύ από γεράκι, κι ο Άρχοντας Γκιλ άρχισε να κινείται νευρικά μόλις σταμάτησε να μιλάει. Έμοιαζε να εκλαμβάνει την γκριμάτσα του Πέριν ως απαίτηση για να πει κι άλλα. Γέλασε, πιότερο αμήχανα παρά διασκεδάζοντας. «Από την εποχή του Πολέμου των Αελιτών έχω να περιπλανηθώ τόσο στον κόσμο, και τότε ήμουν πολύ πιο αδύνατος. Που να σ’ τα λέω, φτάσαμε έως και το Άμαντορ. Φύγαμε, φυσικά, από τότε που εκείνοι οι Σωντσάν κατέλαβαν την πόλη, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήταν διόλου χειρότεροι από τους Λευκομανδίτες και...» Η διήγηση του κόπηκε απότομα, καθώς ο Πέριν έγειρε μπροστά και τον άδραξε από το πέτο.
«Οι Σωντσάν, Αφέντη Γκιλ; Είσαι σίγουρος; Ή μήπως είναι ακόμα μία από αυτές τις φήμες, όπως για τους Αελίτες και τις Άες Σεντάι;»
«Τους είδα», αποκρίθηκε ο Γκιλ, ανταλλάσοντας αβέβαιες ματιές με τη Λίνι. «Έτσι αυτοαποκαλούνται. Εκπλήσσομαι που δεν το ξέρεις. Οι φήμες από το Άμαντορ διαδόθηκαν αστραπιαία πριν ακόμα φύγουμε εμείς. Αυτοί οι Σωντσάν θέλουν ανθρώπους που να ξέρουν τι κάνουν. Παράξενοι τύποι και με πολύ παράξενα πλάσματα». Ο τόνος της φωνής του ανέβηκε. «Όπως κι οι Σκιογέννητοι. Τεράστια πλάσματα με δερμάτινα φτερά που μπορούν και πετούν κουβαλώντας ανθρώπους. Μοιάζουν με σαύρες, αλλά είναι μεγάλα σαν άλογα κι έχουν τρία μάτια. Τα είδα! Αλήθεια σου λέω!»
«Σε πιστεύω», είπε ο Πέριν, αφήνοντας το πανωφόρι του άντρα. «Κι εγώ τα έχω δει». Στο Φάλμε, όπου χίλιοι Λευκομανδίτες πέθαναν μέσα σε λίγα λεπτά κι όπου χρειάστηκε η παρέμβαση των νεκρών ηρώων του θρύλου, τους οποίους κάλεσε το Κέρας του Βαλίρ, για να αποκρουστούν οι Σωντσάν. Ο Ραντ είχε πει πως θα ξαναγύριζαν, αλλά πώς τα κατάφεραν τόσο σύντομα; Μα το Φως! Αν πήραν στα χέρια τους το Άμαντορ, θα καταλάμβαναν και το Τάραμπον ή, τουλάχιστον, το μεγαλύτερο μέρος του. Μόνο ένας τρελός σκοτώνει ελάφι όταν ξέρει πως πίσω του παραμονεύει μια πληγωμένη αρκούδα. Πόσο μέρος, άραγε, είχαν καταλάβει; «Δεν μπορώ να σε στείλω αμέσως στο Κάεμλυν, Αφέντη Γκιλ, αλλά αν μείνεις μαζί μου λίγο ακόμα, θα φροντίσω για την ασφάλειά σου». Αν, δηλαδή, ήταν πράγματι ασφαλές να μείνει μαζί του. Δεν έφτανε ο Προφήτης κι οι Λευκομανδίτες, τώρα ίσως να προστέθηκαν κι οι Σωντσάν.
«Νομίζω πως είσαι πολύ καλός άνθρωπος», είπε ξαφνικά η Λίνι. «Φοβάμαι πως δεν σου είπαμε όλη την αλήθεια, κι ίσως θα έπρεπε».
«Τι είναι αυτά που λες, Λίνι;» αναφώνησε ο Άρχοντας Γκιλ, αναπηδώντας όρθιος. «Μου φαίνεται πως την πείραξε η ζέστη», είπε στον Πέριν. «Και το ταξίδι. Μερικές φορές φαντάζεται περίεργα πράγματα. Τους ξέρεις τώρα τους γέρους. Έλα τώρα, Λίνι, ησύχασε!»
Η Λίνι έδιωξε με μια απότομη κίνηση το χέρι με το οποίο προσπάθησε να της κλείσει το στόμα. «Κοίτα τη δουλειά σου, Μπέηζελ Γκιλ! Εσύ είσαι ο “γέρος”. Κατά μία έννοια, η Μάιντιν όντως προσπαθούσε να διαφύγει από τον Τάλανβορ, ενώ αυτός την είχε πάρει στο κατόπι. Κι αυτό προσπαθούσαμε να κάνουμε όλοι εδώ και τέσσερις μέρες, κάτι που εξουθένωσε κι εμάς και τα άλογα. Δεν είναι να απορεί κανείς που πολλές φορές φέρεται απερίσκεπτα. Εσείς οι άντρες μπερδεύετε τόσο πολύ το μυαλό μιας γυναίκας, έτσι που να μην μπορεί να σκεφτεί καθαρά, κι ύστερα προσποιείστε πως δεν τρέχει τίποτα. Μάλλον χρειάζεστε πολύ ξύλο. Το κορίτσι φοβάται τα ίδια της τα αισθήματα! Αυτοί οι δύο πρέπει να παντρευτούν, κι όσο συντομότερα γίνει αυτό τόσο καλύτερα».