Η σκηνή ήταν ψηλή κι ευρύχωρη, με ένα λουλουδάτο χαλί για δάπεδο κι αραιή επίπλωση που, ως επί το πλείστον, αναδιπλωνόταν για να χωρέσει στο καρότσι. Ο βαρύς καθρέφτης σίγουρα δεν μπορούσε να κουβαληθεί. Εκτός από τις κασέλες με την μπρούντζινη επένδυση, σκεπασμένες με διακοσμητικά υφάσματα και πτυχωμένες για να χρησιμεύσουν ως επιπλέον τραπεζάκια, ίσιες γραμμές από λαμπερό χρυσάφι στόλιζαν τα πάντα, ακόμα και τον νιπτήρα με τον καθρέφτη του. Μια ντουζίνα κατοπτρικοί φανοί έκαναν το εσωτερικό σχεδόν εξίσου φωτεινό με το εξωτερικό, αν κι αρκετά πιο δροσερό, κι υπήρχε ακόμα και ένα ζευγάρι μεταξένια επίτοιχα χαλιά που κρέμονταν από τα δοκάρια της οροφής, υπερβολικά στολισμένα για τα γούστα του Πέριν. Ήταν πολύ άκαμπτα, με τα πουλιά και τα λουλούδια να μοιάζουν σαν να παρελαύνουν σε φάλαγγα ή να σχηματίζουν γωνίες. Ο Ντομπραίν είχε φτιάξει όλο αυτό το σκηνικό για να ταξιδεύει σαν αριστοκράτης Καιρχινός, αν κι ο Πέριν είχε καταφέρει να «χάσει» το χειρότερο μέρος. Το τεράστιο κρεβάτι, αν μη τι άλλο, ήταν πολύ γελοίο για να το παίρνεις μαζί σου σε ταξίδι. Απαιτούσε από μόνο του ένα ολόκληρο κάρο.
Η Φάιλε με τη Μάιντιν κάθονταν ολομόναχες, κρατώντας στα χέρια τους κούπες από δουλεμένο ασήμι. Απέπνεαν τον αέρα των γυναικών που μπορούν και διαισθάνονται η μία την άλλη, όλο χαμόγελα εξωτερικά αν και με μια χροιά δριμύτητας στη ματιά, σαν να άκουγαν κάτι πέρα από τις λέξεις, χωρίς να είναι σίγουρο αν την επόμενη στιγμή θα αγκαλιάζονταν ή θα τραβούσαν μαχαίρια. Εν πάση περιπτώσει, πίστευε πως οι περισσότερες γυναίκες δεν έφταναν στο σημείο να τραβήξουν μαχαίρια, αλλά η Φάιλε θα μπορούσε να το κάνει. Η Μάιντιν έμοιαζε πολύ λιγότερο ταλαιπωρημένη από το ταξίδι απ’ ό,τι η Φάιλε, είχε πλυθεί κι είχε χτενίσει τα μαλλιά της, ενώ η σκόνη είχε φύγει από το φόρεμά της. Σε ένα μικρό τραπεζάκι με επιφάνεια από μωσαϊκό, ανάμεσά τους, ήταν ακουμπισμένες κι άλλες κούπες καθώς και μια ψηλή και γεμάτη υγρασία ασημένια κανάτα, από την οποία αναδυόταν η οσμή της μέντας από το αφέψημα με τα βότανα. Οι δύο γυναίκες κοίταξαν τριγύρω μόλις ο Πέριν πέρασε την είσοδο και, για μια στιγμή, πήραν ακριβώς την ίδια έκφραση, διερωτώμενες με ψυχρότητα ποιος τις ενόχλησε και διόλου ευχαριστημένες που τις διέκοψαν. Η Φάιλε, πάντως, χαλάρωσε την έκφραση της με ένα χαμόγελο.
«Ο Αφέντης Γκιλ μού είπε την ιστορία σας, Κυρά Ντορλαίν», είπε. «Περάσατε δύσκολες μέρες, αλλά να είστε σίγουροι πως εδώ θα είστε ασφαλείς μέχρι να αποφασίσετε να φύγετε». Η γυναίκα μουρμούρισε «ευχαριστώ» πάνω από το χείλος της κούπας της, αλλά μύριζε επιφυλακτικότητα και τα μάτια της προσπαθούσαν να τον διαβάσουν σαν ανοιχτό βιβλίο.
«Η Μάιντιν είπε και σε μένα την ιστορία τους, Πέριν», είπε η Φάιλε, «κι έχω να της κάνω μια πρόταση. Μάιντιν, εσύ κι οι φίλοι σου περάσατε αρκετούς δύσκολους μήνες κι, απ’ όσο μου είπες, δεν έχετε κάποιο όραμα για το μέλλον. Γιατί δεν μπαίνετε στην υπηρεσία μου; Θα εξακολουθήσετε να ταξιδεύετε, αλλά οι συνθήκες θα είναι πολύ καλύτερες. Πληρώνω καλά και δεν είμαι ιδιαίτερα αυστηρή». Ο Πέριν συμφώνησε αμέσως. Μπορεί η Φάιλε να ήθελε απλά να ικανοποιήσει την ιδιοτροπία της να περιμαζεύει αδέσποτους ανθρώπους, αλλά ο ίδιος επιθυμούσε όντως να τους βοηθήσει. Μάλλον θα ήταν ασφαλέστεροι μαζί του, παρά αν τους άφηνε να περιπλανιούνται μονάχοι τους.
Η Μάιντιν πνίγηκε με το τσάι της και κόντεψε να της πέσει κάτω η κούπα. Βλεφάρισε προς το μέρος της Φάιλε, σκουπίζοντας το υγρό της πηγούνι με ένα κεντητό μαντίλι από λινό ύφασμα, κι η καρέκλα της έτριξε αμυδρά καθώς, παραδόξως, στράφηκε να κοιτάξει τον Πέριν. «Ευ... ευχαριστώ», είπε τελικά, αργά. «Νομίζω πως...» Μελέτησε για ένα λεπτό ακόμα τον Πέριν κι η φωνή της ανέβηκε μια οκτάβα. «Ναι, σας ευχαριστώ πολύ και δέχομαι με χαρά την ευγενική σας προσφορά. Πρέπει να το πω στους συντρόφους μου». Σηκώθηκε, δίστασε για λίγο πριν ακουμπήσει την κούπα στον δίσκο, κι ίσιωσε το ανάστημά της, έτσι που η φούστα της απλώθηκε επιτρέποντας της να κάνει μια υπόκλιση που άρμοζε σε άρχοντα παλατιού. «Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξια της εμπιστοσύνης σας, Αρχόντισσα», είπε κοφτά. «Μπορώ να αποσυρθώ;» Η Φάιλε έδωσε τη συγκατάθεσή της, η γυναίκα υποκλίθηκε ξανά κι οπισθοχώρησε δύο βήματα πριν γυρίσει να φύγει! Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του. Άλλος ένας ακόμα που τον περιέπαιζε κάθε φορά που η Φάιλε γυρνούσε το βλέμμα της αλλού.
Το υφασμάτινο άνοιγμα της σκηνής δεν είχε προλάβει καλά-καλά να κλείσει πίσω από τη Μάιντιν, κι η Φάιλε άφησε κάτω την κούπα της και γέλασε χτυπώντας τις φτέρνες της στο χαλί. «Α, μου αρέσει πολύ, Πέριν. Είναι πνευματώδης! Βάζω στοίχημα πως θα σου έψηνε το ψάρι στα χείλη αν δεν επενέβαινα. Καλά, είναι πολύ πνευματώδης!»