Γονάτισε πλάι της και τη βοήθησε να ξεδιπλώσει τον μεγαλύτερο χάρτη, που κάλυπτε το νότιο μέρος της Γκεάλνταν και το βόρειο της Αμαδισία, κι άρχισε να τον μελετάει λες και το όνομα του Μασέμα θα ξεπηδούσε από την περγαμηνή. Είχε περισσότερους λόγους από τον Ραντ για να θέλει να πετύχει. Αν μη τι άλλο, δεν ήθελε να απογοητεύσει τη Φάιλε.
Η Φάιλε ήταν ξαπλωμένη στο σκοτάδι κι άκουγε, μέχρι που σιγουρεύτηκε πως η ανάσα του Πέριν είχε πάρει τον χαρακτηριστικό βαρύ ρυθμό του ύπνου. Ύστερα, ξεγλίστρησε από τα σκεπάσματα που μοιραζόταν μαζί του. Μια αξιοθρήνητη ευθυμία την άγγιξε καθώς τραβούσε από πάνω της το λινό νυχτικό. Το πίστευε πράγματι, άραγε, πως η γυναίκα του δεν θα ανακάλυπτε πως είχε κρύψει το κρεβάτι βαθιά σε ένα δασύλλιο ένα πρωί ενώ φόρτωναν τις καρότσες; Όχι ότι την ένοιαζε· όχι πολύ, τουλάχιστον. Σίγουρα είχε κοιμηθεί στο έδαφος τόσο συχνά όσο κι αυτός. Προσποιήθηκε την έκπληκτη, βέβαια, και δεν έδωσε πολλή σημασία. Ό,τι άλλο κι αν συνέβαινε, ο Πέριν θα ζητούσε συγγνώμη, μπορεί μάλιστα να πήγαινε να φέρει και το κρεβάτι. Το να κουμαντάρεις έναν άντρα είναι τέχνη, έτσι έλεγε η μητέρα της. Άραγε, το είχε βρει ποτέ τόσο δύσκολο η Ντέιρα νι Γκαλίν;
Έχωσε τα γυμνά της πόδια σε κάτι πασουμάκια, φόρεσε μια μεταξένια ρόμπα, δίστασε για λίγο κι έπειτα κοίταξε προς το μέρος του Πέριν. Αν ξυπνούσε, θα μπορούσε να τη δει πεντακάθαρα, αλλά για την ίδια εξακολουθούσε να είναι ένας σκιώδης όγκος. Μακάρι να ήταν εκεί η μητέρα της για να τη συμβουλεύσει. Αγαπούσε τον Πέριν με όλο της το είναι, αλλά εκείνος την μπέρδευε. Φυσικά, ήταν εντελώς αδύνατον για μια γυναίκα να καταλάβει τους άντρες, αλλά αυτός εδώ δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους είχε γνωρίσει. Δεν καυχιόταν ποτέ κι, αντί να γελάει με τον εαυτό του, ήταν... μετριόφρων. Δεν πίστευε πως ένας άντρας μπορούσε να είναι μετριόφρων! Επέμενε πως μόνο κατά τύχη είχε γίνει αρχηγός, ισχυριζόταν πως δεν είχε ιδέα πώς να διοικεί κι, από την άλλη, όποιος τον πρωτοσυναντούσε ήταν έτοιμος να τον ακολουθήσει μέσα σε μία ώρα. Απαξίωνε το ίδιο του το μυαλό, χαρακτηρίζοντας το ως αργό, τη στιγμή που αυτή η αργόστροφη αλλά και τόσο υπολογιστική σκέψη έβλεπε τόσο βαθιά, που η Φάιλε δεινοπαθούσε για να του κρατήσει μυστικά. Ήταν υπέροχος άντρας αυτός ο κατσαρομάλλης λύκος της. Τόσο δυνατός. Τόσο ευγενικός. Αναστέναξε και βγήκε από τη σκηνή βαδίζοντας στις μύτες των ποδιών της. Τα αυτιά του της είχαν δημιουργήσει δυσκολίες στο παρελθόν.
Ο καταυλισμός ήταν ήσυχος κάτω από το μισογεμάτο φεγγάρι που έχυνε τόσο φως στον ασυννέφιαστο ουρανό όσο κι αν θα ήταν πανσέληνος, μια λάμψη που έσβηνε τα άστρα. Ένα νυχτοπούλι άφησε μια στριγκή κραυγή, αλλά σιώπησε μόλις ακούστηκε το βαθύ σκούξιμο της κουκουβάγιας. Υπήρχε μια ελαφριά αύρα κι, ως εκ θαύματος, κουβαλούσε μια υποψία δροσιάς. Ίσως όμως να ήταν η φαντασία της. Οι νύχτες ήταν δροσερές μόνο συγκριτικά με τις ημέρες.
Οι πιο πολλοί άντρες κοιμούνταν, μοιάζοντας με σκοτεινά εξογκώματα ανάμεσα στις σκιές κάτω από τα δέντρα. Κάποιοι ήταν ξύπνιοι, φλυαρώντας γύρω από μια χούφτα πυρές που έκαιγαν ακόμα. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρυφτεί, αλλά δεν την πρόσεξε και κανείς. Μερικοί έμοιαζαν μισοκοιμισμένοι εκεί που κάθονταν, και τα κεφάλια τους έγερναν μπροστά. Αν δεν γνώριζε πόσο καλά φυλούσαν τον καταυλισμό οι φρουροί, θα νόμιζε πως ακόμα κι ένα κοπάδι βόδια θα ήταν ικανό να τους αιφνιδιάσει. Φυσικά, κι οι Κόρες αναλάμβαναν καθήκοντα φρουρών τη νύχτα. Δεν είχε, όμως, καμιά σημασία ακόμα και να την πρόσεχαν.
Οι άμαξες με τους ψηλούς τροχούς σχημάτιζαν μακρόστενες σκοτεινές σειρές, ενώ οι υπηρέτες είχαν βολευτεί από κάτω τους και ροχάλιζαν. Οι περισσότεροι, δηλαδή. Μονάχα μία φωτιά τσιτσίριζε ακόμα εκεί. Γύρω της κάθονταν η Μάιντιν με τους φίλους της. Ο Τάλανβορ μιλούσε κάνοντας απότομες χειρονομίες, αλλά μόνο οι άντρες έμοιαζαν να τον προσέχουν, μολονότι έμοιαζε να απευθύνεται και στη Μάιντιν. Το ότι είχαν καλύτερες φορεσιές στους μπόγους τους από αυτά τα κουρέλια δεν ήταν άξιο απορίας, αλλά η πρώην κυρά τους θα πρέπει να ήταν πολύ γενναιόδωρη για να χαρίσει μεταξωτά στους υπηρέτες της, κι η Μάιντιν φορούσε ένα πραγματικά κομψό μεταξένιο φόρεμα σε μουντό μπλε χρώμα. Κανείς από τους υπόλοιπους δεν ήταν τόσο καλοντυμένος, πράγμα που σημαίνει πως η Μάιντιν ήταν η ευνοούμενη της κυράς της.
Ένα κλαδί έσπασε κάτω από το πόδι της Φάιλε και μερικά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της. Ο Τάλανβορ πήδησε όρθιος μισοτραβώντας το ξίφος του, πριν την προσέξει κάτω από το φεγγαρόφως να μαζεύει τη ρόμπα της. Η παρέα αποδείχτηκε πιο σβέλτη από τους άντρες των Δύο Ποταμών πίσω της. Για μια στιγμή, απέμειναν να την κοιτάζουν. Κατόπιν, η Μάιντιν σηκώθηκε με χάρη, έκανε μια βαθιά υπόκλιση κι οι υπόλοιποι ακολούθησαν βιαστικά το παράδειγμά της, ανάλογα με την ικανότητα που είχε ο καθένας στις υποκλίσεις. Μόνο η Μάιντιν κι ο Μπάλγουερ έμοιαζαν να νιώθουν τελείως άνετα. Ένα νευρικό χαμόγελο χώρισε στα δύο το στρογγυλό πρόσωπο του Γκιλ.