«Μη διακόπτετε ό,τι κάνατε», τους είπε ευγενικά η Φάιλε. «Αλλά μη μείνετε ξύπνιοι μέχρι αργά. Μας περιμένει δουλειά αύριο». Τους προσπέρασε, αλλά μόλις κοίταξε πίσω της, τους είδε να στέκονται ακόμα ακίνητοι και να την κοιτάζουν. Τα ταξίδια τους θα πρέπει να τους είχαν κάνει επιφυλακτικούς, σαν κουνέλια που συνεχώς προσέχουν μπας κι εμφανιστεί καμιά αλεπού. Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερναν να προσαρμοστούν. Στις επόμενες λίγες βδομάδες σίγουρα θα ήταν απασχολημένη να τους εκπαιδεύσει σύμφωνα με τους τρόπους της και να μάθει τους δικούς τους. Και τα δύο ήταν σημαντικά για να υπάρχει καλή διαχείριση σε ένα σπιτικό. Έπρεπε να βρεθεί ο ανάλογος χρόνος.
Δεν απασχόλησαν για πολύ ακόμα τη σκέψη της αυτή τη νύχτα. Σύντομα, βρέθηκε πέρα από τα κάρα, σε απόσταση όμως από το σημείο όπου οι άντρες των Δύο Ποταμών φρουρούσαν άγρυπνα σκαρφαλωμένοι στα δέντρα. Τίποτα μεγαλύτερο από ποντίκι δεν θα περνούσε απαρατήρητο — είχαν ανιχνευθεί ακόμα και κάποιες Κόρες σποραδικά— αλλά κυρίως περίμεναν σε ετοιμότητα κάποιον που θα επιχειρούσε να μπει κρυφά στον καταυλισμό κι όχι όσους είχαν το δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Σε ένα μικρό ξέφωτο, λουσμένο στο φως του φεγγαριού, οι άνθρωποι της περίμεναν.
Μερικοί από τους άντρες υποκλίθηκαν κι ο Παρέλεαν σχεδόν γονάτισε πριν συγκρατηθεί. Κάμποσες γυναίκες υποκλίθηκαν ενστικτωδώς κι οι κινήσεις τους φάνταζαν παράξενες, έτσι όπως ήταν ντυμένες με τις φορεσιές των αντρών, κι έπειτα χαμήλωναν τη ματιά ή έκαναν αμήχανες κινήσεις συνειδητοποιώντας τι έκαναν. Οι τρόποι της αυλής ήταν εγγενείς, αν κι έκαναν σκληρές προσπάθειες να υιοθετήσουν τα έθιμα των Αελιτών. Ή, τουλάχιστον, αυτά που πίστευαν πως ήταν τα έθιμα των Αελιτών. Μερικές φορές τρόμαζαν τις Κόρες με αυτά που πίστευαν. Ο Πέριν τους αποκαλούσε ανόητους και κατά κάποιον τρόπο ήταν, αλλά αυτοί οι Καιρχινοί κι οι Δακρυνοί είχαν ορκιστεί πίστη σ’ αυτή τη γυναίκα —υδάτινη πίστη την έλεγαν, προσπαθώντας να αντιγράψουν τους Αελίτες— κι αυτό από μόνο του τους έκανε δικούς της. Αναμεταξύ τους, αποκαλούσαν την «κοινωνία» τους Τσα Φάιλε, το Νύχι του Γερακιού, παρ’ όλο που παραδέχονταν την αναγκαιότητα να διατηρηθεί μυστικό το όνομα. Δεν ήταν διόλου ανόητοι. Η αλήθεια μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, ήταν πως δεν ξεχώριζαν και πολύ από τα νεαρά αγόρια και κορίτσια με τα οποία είχε μεγαλώσει η ίδια.
Όσους είχε στείλει για δουλειές νωρίς το πρωί είχαν μόλις επιστρέψει, γιατί οι γυναίκες έβγαζαν από πάνω τους τα ρούχα εργασίας. Ακόμα και μία γυναίκα ντυμένη σαν άντρας θα υποκινούσε υποψίες στην Μπεθάλ, πόσοι μάλλον πέντε. Στο ξέφωτο επικρατούσε αναμπουμπούλα, ενώ φούστες, πανωφόρια, πουκαμίσες και παντελόνια πετάγονταν στον αέρα. Οι γυναίκες έδιναν την εντύπωση πως δεν τις ένοιαζε να είναι γυμνές μπροστά σε άλλους, συμπεριλαμβανομένων των αντρών, μια κι αυτή η νοοτροπία επικρατούσε κι ανάμεσα στους Αελίτες, αλλά η βιασύνη και τα λαχανιάσματα υποδήλωναν το αντίθετο. Οι άντρες γύριζαν από δω κι από κει τα κεφάλια τους κάπως αμήχανα, αναποφάσιστοι για το αν θα έπρεπε να κοιτάξουν ευγενικά αλλού ή να τις παρακολουθούν, όπως νόμιζαν ότι έκαναν οι Αελίτες, προσποιούμενοι ταυτόχρονα πως δεν κοιτούσαν προς το μέρος ημίγυμνων γυναικών. Η Φάιλε κρατούσε τη ρόμπα της σφιχτά πάνω από το νυχτικό της. Ήταν αδύνατον να προσθέσει κι άλλα ρούχα επάνω της δίχως να ξυπνήσει τον Πέριν, αλλά δεν είχε καμιά αξίωση να νιώθει βολικά. Δεν ήταν Ντομανή για να δέχεται τους ακολούθους της στο μπάνιο.
«Συγχώρεσέ μας που αργήσαμε, Αρχόντισσα Φάιλε», είπε η Σελάντε λαχανιασμένη, τραβώντας επάνω της το πανωφόρι. Η προφορά της Καιρχίν ήταν έκδηλη στη φωνή της κοντής γυναίκας. Ακόμα και για Καιρχινή, δεν ήταν ψηλή. Ωστόσο, κατάφερνε να περπατάει κορδωμένη, ενώ το γερτό της κεφάλι κι οι στητοί ώμοι υποδήλωναν ένα ποσοστό αναίδειας. «Θα γυρίζαμε νωρίτερα, αλλά οι φρουροί δεν μας άφηναν να βγούμε».
«Δεν σας άφηναν;» ρώτησε κοφτά η Φάιλε. Μακάρι να το είχε δει αυτό με τα ίδια της τα μάτια. Μακάρι να της επέτρεπε ο Πέριν να πάει η ίδια αντί εκείνη η τσούλα. Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται την Μπερελαίν. Το φταίξιμο δεν ήταν του Πέριν. Το επαναλάμβανε αυτό στον εαυτό της είκοσι φορές τη μέρα σαν προσευχή. Γιατί, όμως, να είναι τόσο τυφλός αυτός ο άνθρωπος; «Τι εννοείς, δεν σας άφηναν;» Πήρε μια ανάσα, γεμάτη δυσαρέσκεια. Τα τυχόν προβλήματα με τον άντρα σου δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να επηρεάζουν τον τόνο της φωνής σου απέναντι στους υποτελείς σου.