Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πια μόνες τους στη σκηνή. Δύο ξανθές Κόρες είχαν εισέλθει μαζί με μια μαυροντυμένη γυναίκα, μια παλάμη κοντύτερη κι από τις δυο τους. Τη μισοκρατούσαν όρθια. Στη μια πλευρά στεκόταν η Τίαλιν, μια ψηλόλιγνη κοκκινομάλλα με μια βλοσυρή έκφραση πίσω από το φως του σαϊντάρ, θωρακίζοντας τη μαυροντυμένη κρατούμενη. Τα μαλλιά της αδελφής κρέμονταν σε βοστρύχους μουσκεμένους από τον ιδρώτα, που έπεφταν στους ώμους της, ενώ μερικές πλεξούδες κολλούσαν στο πρόσωπό της· ήταν τόσο βρώμικο, ώστε η Βέριν δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει αμέσως. Ψηλά ζυγωματικά αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό, μύτη ελαφρά γαμψή, και μια ελαφριά κλίση στα καστανά μάτια... Η Μπελντάινε. Η Μπελντάινε Νάιραμ. Της είχε κάνει μάθημα σε κάποιες τάξεις των μαθητευομένων.
«Αν επιτρέπεται», είπε προσεκτικά, «για ποιον λόγο φέρατε αυτή; Ζήτησα κάποια άλλη». Η Μπελντάινε δεν είχε Πρόμαχο, παρά το γεγονός πως ήταν Πράσινη —είχε πάρει το επώμιο μόλις πριν από τρία χρόνια, κι οι Πράσινες ήταν εξαιρετικά ιδιότροπες όσον αφορά στον πρώτο τους— αλλά, αν άρχιζαν να φέρνουν όποιον να’ ναι, οι επόμενες θα βρίσκονταν με δύο ή τρεις Προμάχους. Πίστευε πως μπορούσε να τα βγάλει πέρα με δύο ακόμα σήμερα, όχι όμως αν καθεμία είχε κι από έναν Πρόμαχο. Εξάλλου, αμφέβαλλε αν θα της έδιναν δεύτερη ευκαιρία.
«Η Κατερίνε Αλρούντιν δραπέτευσε χτες το βράδυ», είπε η Τίαλιν, σαν να έφτυνε σχεδόν, κι η Βέριν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.
«Την αφήσατε να δραπετεύσει;» ρώτησε έξαλλη, δίχως δεύτερη σκέψη. Η κούραση δεν ήταν δικαιολογία, αλλά οι λέξεις ξεχύθηκαν από το στόμα της πριν προλάβει να τις σταματήσει. «Πώς μπορείτε να είστε τόσο ανόητες; Είναι Κόκκινη! Και διόλου δειλή, μήτε ασθενική στη Δύναμη! Ο Καρ’α’κάρν ίσως κινδυνεύει! Γιατί δεν πληροφορηθήκαμε το γεγονός μόλις συνέβη;»
«Δεν το πήραμε είδηση παρά σήμερα το πρωί», γρύλισε μία από τις Κόρες. Τα μάτια της θα μπορούσαν να είναι καλογυαλισμένα ζαφείρια. «Μια Σοφή και δύο Κορ Νταράι δηλητηριάστηκαν κι ο γκαϊ’σάιν που τους έφερε τα ποτά βρέθηκε με κομμένο τον λαιμό».
Η Ήρον ύψωσε το ένα της φρύδι προς το μέρος της Κόρης και την κοίταξε ψυχρά. «Σου μίλησε καθόλου, Καράχουιν;» Ξαφνικά, οι δύο Κόρες αφοσιώθηκαν στο να κρατήσουν όρθια την Μπελντάινε. Η Ήρον έριξε μια ματιά στην Τίαλιν, αλλά η κοκκινομάλλα Σοφή χαμήλωσε το βλέμμα της. Η Βέριν ήταν ο επόμενος δέκτης της προσοχής της. «Το ενδιαφέρον σου για τον Ραντ αλ’Θόρ σε... τιμά», είπε απρόθυμα η Ήρον. «Θα βάλουμε φρουρούς. Δεν χρειάζεται να ξέρεις περισσότερα, ούτε τόσο πολλά». Ξαφνικά, ο τόνος της φωνής της σκλήρυνε. «Οι μαθητευόμενες δεν απευθύνονται έτσι στις Σοφές, Βέριν Μάθγουιν Άες Σεντάι». Πρόφερε σαρκαστικά τις τελευταίες λέξεις.
Καταπνίγοντας έναν αναστεναγμό, η Βέριν έκανε άλλη μία βαθιά υπόκλιση, με ένα μέρος του εαυτού της να εύχεται να ήταν εξίσου λεπτοκαμωμένη όπως όταν είχε πρωτοπάει στον Λευκό Πύργο. Ο σωματότυπός της δεν προοριζόταν για τόσο πολλές υποκλίσεις. «Συγχώρεσέ με, Σοφή», είπε ταπεινά. Δραπέτευσε! Οι περιστάσεις έκαναν τα πάντα ξεκάθαρα, τουλάχιστον στο δικό της μυαλό, αν όχι στων Αελιτών. «Ο φόβος για τα μελλούμενα θα πρέπει να τάραξε τον νου μου». Κρίμα που δεν είχε κανέναν τρόπο να εξασφαλίσει ότι συνέβη κάποιο μοιραίο ατύχημα στην Κατερίνε. «Θα κάνω το παν, ώστε να το θυμάμαι στο μέλλον». Ένα φευγαλέο τρεμόπαιγμα του ματιού ήταν αρκετό για να δείξει πως η Ήρον είχε αποδεχτεί τα λόγια της. «Μπορώ να αναλάβω τη θωράκισή της, Σοφή;»
Η Ήρον ένευσε χωρίς να κοιτάει την Τίαλιν, κι η Βέριν αγκάλιασε γρήγορα την Πηγή, παίρνοντας τη θωράκιση που απελευθέρωσε η Τίαλιν. Ποτέ δεν έπαψε να την εντυπωσιάζει το γεγονός πως γυναίκες ανίκανες να διαβιβάσουν έδιναν τόσο άνετα διαταγές σε γυναίκες που είχαν τη δυνατότητα. Η Τίαλιν ήταν ελάχιστα ασθενέστερη όσον αφορά στη Δύναμη από τη Βέριν, εντούτοις παρακολουθούσε την Ήρον εξίσου επιφυλακτικά με τις Κόρες. Όταν εκείνες βγήκαν βιαστικά από τη σκηνή, υπακούοντας σε ένα νεύμα της Ήρον κι αφήνοντας την Μπελντάινε να αμφιταλαντεύεται, η Τίαλιν πήγε ξοπίσω τους.