Η Ήρον, πάντως, δεν έφυγε· όχι αμέσως, τουλάχιστον. «Δεν θα πεις λέξη στον Καρ’α’κάρν για την Κατερίνε Αλρούντιν», είπε. «Αρκετές σκοτούρες έχει ήδη στο κεφάλι του για να ασχοληθεί με τέτοιες σαχλαμάρες».
«Δεν θα του αναφέρω τίποτα γι’ αυτήν», συμφώνησε βιαστικά η Βέριν. Σαχλαμάρες; Μια Κόκκινη με την ισχύ της Κατερίνε δεν μπορεί να ήταν σαχλαμάρα. Ίσως έπρεπε να κρατήσει μια σημείωση και να το σκεφτεί αργότερα.
«Φρόντισε να μη σου ξεφύγουν λόγια, Βέριν Μάθγουιν, αλλιώς ετοιμάσου να ουρλιάξεις».
Η Βέριν δεν είχε να απαντήσει τίποτα σ’ αυτό, οπότε συγκεντρώθηκε στο να δείξει ακόμα πιο υπάκουη και πειθήνια, κάνοντας ξανά μια υπόκλιση. Τα γόνατά της ήθελαν να βογκήξουν.
Μόλις αναχώρησε η Ήρον, η Βέριν άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Φοβόταν μήπως η γυναίκα σκόπευε να μείνει. Το να πάρει άδεια για να παραμείνει μόνη με τις αιχμάλωτες είχε χρειαστεί σχεδόν την ίδια προσπάθεια με το να κάνει τη Σορίλεα και την Άμυς να αποφασίσουν ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να τους υποβληθούν ερωτήσεις, και μάλιστα από κάποια οικεία στον Λευκό Πύργο. Αν ποτέ μάθαιναν πως, ουσιαστικά, καθοδηγήθηκαν προκειμένου να πάρουν αυτήν την απόφαση... Αλλά αυτή η σκοτούρα δεν ήταν της παρούσης, μια κι η Βέριν ήδη συσσώρευε αρκετές άλλες.
«Τουλάχιστον, υπάρχει κάμποσο νερό για να πλύνεις το πρόσωπο και τα χέρια σου», είπε πράα στην Μπελντάινε. «Επιπλέον, μπορώ να σε Θεραπεύσω, αν το επιθυμείς». Κάθε αδελφή στην οποία είχε υποβάλει ερωτήσεις έφερε στο κορμί της σημάδια από βουρδουλιές. Οι Αελίτες δεν χτυπούσαν τους αιχμαλώτους, παρά μόνο αν έχυναν νερό ή καθυοτερούσαν στην εκτέλεση ενός έργου —ακόμα και τα πιο περιφρονητικά και προκλητικά λόγια έπεφταν πάνω σε ειρωνικά μειδιάματα— αλλά στις μαυροντυμένες γυναίκες συμπεριφέρονταν σαν να ήταν αγέλη ζώων, αναγκάζοντάς τες να κινηθούν, να γυρίσουν ή να σταματήσουν με ένα απλό χτύπημα του μαστιγίου — ή με μια πιο δυνατή βουρδουλιά, αν τυχόν δεν υπάκουαν αρκετά. Άλλωστε, η Θεραπεία διευκόλυνε κι άλλα πράγματα.
Η Μπελντάινε, βρώμικη, ιδρωμένη και τρέμοντας σαν καλαμιά στον άνεμο, σούφρωσε τα χείλη της. «Καλύτερα να αιμορραγήσω μέχρι θανάτου παρά να Θεραπευτώ από σένα!» είπε σαν να έφτυνε. «Ίσως θα έπρεπε να περιμένω πως θα σε έβλεπα να εξευτελίζεσαι μπροστά σε τούτες τις αδέσποτες, τις βάρβαρες, αλλά δεν περίμενα πως θα ξέπεφτες τόσο, ώστε να αποκαλύψεις τα μυστικά του Πύργου! Αυτό θεωρείται προδοσία, Βέριν! Ανταρσία!» Άφησε ένα μουγκρητό γεμάτο περιφρόνηση. «Υποθέτω πως, αφού δεν δίστασες να κάνεις κάτι τέτοιο, τίποτα δεν θα σε σταματήσει! Τι άλλο τους μάθατε εσύ κι οι υπόλοιπες εκτός από τη σύνδεση;»
Η Βέριν πλατάγισε τη γλώσσα της οργισμένα, χωρίς να μπει στον κόπο να σηκώσει τη νεαρή γυναίκα. Ο λαιμός της είχε πονέσει, έτσι όπως κοιτούσε την Αελίτισσα από κάτω προς τα πάνω —παρεμπιπτόντως, ακόμα κι η Μπελντάινε ήταν τουλάχιστον μία παλάμη ψηλότερη της— τα γόνατά της πονούσαν από τις υποκλίσεις και δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που την είχαν αντιμετωπίσει με περιφρόνηση κι υπεροψία μέσα στην ίδια μέρα, μολονότι θα έπρεπε να το ξανασκεφτούν. Ποιος γνώριζε καλύτερα από μια Άες Σεντάι ότι μια αδελφή έπρεπε να παρουσιάζει πολλά πρόσωπα στον έξω κόσμο; Δεν μπορείς συνεχώς να τρομοκρατείς και να πειθαναγκάζεις τους ανθρώπους. Άλλωστε, ήταν πολύ καλύτερο να συμπεριφέρεσαι σαν μαθητευόμενη παρά να τιμωρείσαι σαν μαθητευόμενη, ειδικά όταν το μόνο που είχες να κερδίσεις ήταν πόνος και ταπείνωση. Ακόμα κι η Κιρούνα έπρεπε να κατανοήσει τη λογική του πράγματος.
«Κάτσε κάτω πριν σωριαστείς στο πάτωμα», είπε, διαλέγοντας τα λόγια της. «Άσε με να υποθέσω τι έκανες σήμερα. Κρίνοντας από όλη αυτήν τη βρωμιά, θα έλεγα πως έσκαβες τρύπες, και μάλιστα με γυμνά χέρια. Ή μήπως σε άφησαν να χρησιμοποιήσεις κουτάλι; Έχε υπ’ όψιν σου πως, από τη στιγμή που θα αποφασίσουν πως η δουλειά τελείωσε, θα σε βάλουν να τις ξαναγεμίσεις. Λοιπόν, για να δούμε. Κάθε ορατό μέρος του κορμιού σου είναι λερωμένο, αλλά η ρόμπα που φοράς καθαρή. Συνεπώς, υποθέτω πως σε ανάγκασαν να σκάβεις γυμνή. Είσαι σίγουρη πως δεν θες Θεραπεία; Τα εγκαύματα από τον ήλιο είναι συνήθως οδυνηρά». Γέμισε άλλη μια κούπα με νερό και τη μετέφερε στην άλλη άκρη της σκηνής πάνω σε ένα στρώμα Αέρα. Η κούπα αιωρήθηκε μπροστά στην Μπελντάινε. «Ο λαιμός σου θα πρέπει να είναι εντελώς ξεραμένος».
Η νεαρή Πράσινη κοίταξε την κούπα παραπαίοντας για μια στιγμή. Ξαφνικά, τα πόδια της υποχώρησαν και σωριάστηκε σε ένα μαξιλαράκι, με ένα πικρόχολο γέλιο. «Με... πότιζαν τακτικότατα». Γέλασε ξανά, αν κι η Βέριν δεν έβλεπε τίποτε αστείο. «Όσο ήθελα, όσο μπορούσα να ρουφήξω». Με βλέμμα θυμωμένο, κοίταξε τη Βέριν εξεταστικά και σταμάτησε να μιλάει. Κατόπιν, συνέχισε με σφιγμένη φωνή: «Αυτό το φόρεμα σου πάει πολύ. Το δικό μου το έκαψαν. Τους είδα. Έκλεψαν τα πάντα εκτός απ’ αυτό». Αγγιξε το χρυσό Μέγα Ερπετό που βρισκόταν τυλιγμένο στον αριστερό της δείχτη, μια λαμπερή ακτίνα από μάλαμα μέσα στη βρωμιά. «Υποθέτω πως δεν είχαν τα κότσια να το πάρουν κι αυτό. Ξέρω τι προσπαθούν να κάνουν, Βέριν, αλλά δεν θα πιάσει. Ούτε με μένα ούτε με καμιά από εμάς!»