Η στάση της εξακολουθούσε να είναι αμυντική. Η Βέριν απίθωσε την κούπα στο λουλουδάτο χαλάκι, πλάι στην Μπελντάινε, κι ύστερα πήρε στα χέρια της τη δική της, πίνοντας μια γουλιά προτού μιλήσει. «Μπα; Και τι είναι αυτό που προσπαθούν να κάνουν;»
Αυτή τη φορά, το γέλιο της γυναίκας ήταν εύθραυστο αλλά και σκληρό ταυτόχρονα. «Να μας τσακίσουν, το ξέρεις! Να μας αναγκάσουν να ορκιστούμε πίστη στον αλ’Θόρ, όπως έκανες εσύ. Πώς μπόρεσες, Βέριν; Ορκίστηκες πίστη κι αφοσίωση σ’ έναν άντρα, και μάλιστα σ’ αυτόν! Ακόμα κι αν επαναστατούσες ενάντια στην Έδρα της Άμερλιν, ενάντια στον ίδιον τον Λευκό Πύργο...» Από τον τρόπο που το είπε φάνηκε ότι θεωρούσε τις δύο έννοιες ταυτόσημες, «...πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;»
Για μια στιγμή, η Βέριν αναρωτήθηκε κατά πόσον θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, αν οι γυναίκες που κρατούνταν τώρα αιχμάλωτες στο Αελίτικο στρατόπεδο είχαν πιαστεί όπως η ίδια, ένα πελεκούδι στη δίνη του τα’βίρεν Ραντ αλ’Θόρ, με λόγια που ξέφυγαν από το στόμα της πριν καλά-καλά πάρουν μορφή στο μυαλό της. Δεν επρόκειτο για λόγια που δεν θα έλεγε ποτέ από μόνη της —δεν ήταν αυτός ο τρόπος που σε επηρέαζε ένας τα’βίρεν— αλλά που πιθανόν θα ξεστόμιζε μία στις χίλιες ή, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, μία στις δέκα χιλιάδες. Όχι, οι διαφωνίες ήταν έντονες και βίαιες αναφορικά με το αν έπρεπε να τηρηθούν οι όρκοι που δόθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι δε λογομαχίες για το πώς έπρεπε να τους τηρήσουν διαιωνίζονταν. Καλύτερα έτσι. Ψαχούλεψε αφηρημένα κάτι σκληρό μέσα στο πουγκί της ζώνης της· ήταν ένα μικρό στολίδι, μια ημιδιαφανής πέτρα, σκαλισμένη πάνω σε κάτι που έμοιαζε με κρίνο με πολλά πέταλα. Δεν το είχε φορέσει ποτέ, δίχως όμως να το αποχωριστεί εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια.
«Είσαι μία ντα’τσάνγκ, Μπελντάινε. Θα πρέπει να το έχεις ακούσει αυτό». Το ευγενικό νεύμα της γυναίκας ήταν αχρείαστο· υποδήλωνε πως οι καταφρονημένες αποτελούσαν κομμάτι του Αελίτικου νόμου, κάτι σαν ανακοίνωση θανατικής καταδίκης. Μέχρις εκεί κάτι ήξερε κι η ίδια, αν και λίγα πράγματα. «Τα ρούχα σου, καθώς κι οτιδήποτε άλλο μπορεί να καεί, πετάχτηκαν στη φωτιά, επειδή κανείς Αελίτης δεν μπορεί να πάρει κάτι που κάποτε ανήκε σε μια ντα’τσάνγκ. Τα υπόλοιπα κομματιάστηκαν κι έγιναν θρύψαλα, ακόμα και τα κοσμήματα που είχες μαζί σου, και θάφτηκαν σ’ έναν λάκκο που χρησίμευε ως απόπατος».
«Το...; Το άλογό μου;» ρώτησε με αγωνία η Μπελντάινε.
«Τα άλογα δεν τα σκότωσαν, αλλά δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται το δικό σου». Μάλλον το καβαλούσε κάποιος άλλος, στην πόλη, εκτός κι αν το είχε πάρει κανένας Άσα’μαν. Αν της το έλεγε όμως, θα έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Η Βέριν θυμήθηκε πως η Μπελντάινε ανήκε στην κατηγορία των νεαρών γυναικών που έτρεφαν βαθιά αισθήματα για τα άλογα. «Σε άφησαν να κρατήσεις το δαχτυλίδι για να θυμάσαι ποια ήσουν και να νιώθεις ακόμα μεγαλύτερο όνειδος. Δεν ξέρω αν θα σε άφηναν να ορκιστείς πίστη στον Άρχοντα αλ’Θόρ, ακόμα κι αν τους ικέτευες. Νομίζω πως, από την πλευρά σου, θα έπρεπε να κάνεις κάτι τρομερά εντυπωσιακό».
«Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα! Ποτέ!» Μα τα λόγια της Μπελντάινε ηχούσαν κούφια κι οι ώμοι της καμπούριασαν. Ήταν κλονισμένη, αλλά όχι αρκετά.
Η Βέριν τής χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο. Κάποιος της είχε πει κάποτε πως το χαμόγελό της του θύμιζε την αγαπημένη του μητέρα. Ήλπιζε πως σε αυτό τουλάχιστον δεν έλεγε ψέματα. Λίγο αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος προσπάθησε να καρφώσει ένα στιλέτο ανάμεσα στα πλευρά της, και το χαμόγελό της ήταν το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε. «Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν ικανοποιητικό λόγο για να κάνεις κάτι. Όχι, φοβάμαι πως το μόνο που μπορείς να ελπίζεις είναι ο άχρηστος μόχθος. Ντροπιαστικό, γι’ αυτούς. Πολύ ντροπιαστικό. Βέβαια, αν αντιλαμβάνονται πως εσύ δεν το βλέπεις έτσι... Που να πάρει. Θα στοιχημάτιζα πως δεν σου αρέσει καθόλου να σκάβεις γυμνή, ακόμα κι αν έχεις γύρω σου Κόρες να σε φρουρούν, αλλά για σκέψου, ας πούμε, να βρεθείς όπως είσαι μέσα σε μια σκηνή γεμάτη άντρες». Η Μπελντάινε μόρφασε κι η Βέριν εξακολούθησε να φλυαρεί. Είχε αναγάγει τη φλυαρία σε Ταλέντο. «Φυσικά, θα σε αναγκάσουν να καθίσεις εκεί που είσαι. Στις ντα’τσάνγκ δεν επιτρέπεται να κάνουν τίποτα χρήσιμο, εκτός αν υπάρχει μεγάλη ανάγκη, κι ένας Αελίτης θα αγκάλιαζε ακόμα κι ένα σάπιο πτώμα σαν να ήταν... Τέλος πόντων, δεν είναι πολύ ευχάριστη αυτή η σκέψη, έτσι; Όπως και να έχει, αυτό είναι το μόνο που θα μπορούσες να ελπίζεις. Ξέρω πως θα αντισταθείς όσο περισσότερο μπορείς, αν και δεν είμαι σίγουρη τι νόημα έχει αυτό. Δεν θα προσπαθήσουν να σου αποσπάσουν πληροφορίες ή να σου κάνουν αυτά που συνηθίζουν να κάνουν στους κρατουμένους. Όμως δεν πρόκειται να σε αφήσουν να φύγεις μέχρι να βεβαιωθούν πως η ντροπή έχει ριζώσει τόσο βαθιά μέσα σου, ώστε δεν υπάρχει χώρος για τίποτα άλλο, ακόμα κι αν χρειαστεί να περιμένουν για το υπόλοιπο της ζωής σου».