Выбрать главу

«Υποθέτω πως η Ελάιντα σκόπευε να τον κρατήσει κάτω, στ’ ανοιχτά κελιά», είπε σαν να κουτσομπόλευε. Τα κελιά με τους καφασωτούς τοίχους προορίζονταν για άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, όπως επίσης και για μυημένους του Πύργου που βρίσκονταν υπό κράτηση, για αδέσποτες που ισχυρίζονταν πως είναι Άες Σεντάι και για οποιονδήποτε που ήταν αναγκαίο να φυλακιστεί και να κρατηθεί μακριά από την Πηγή. «Όχι και πολύ άνετο μέρος για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Θα χάσει την ησυχία του. Πιστεύεις πως είναι όντως ο Αναγεννημένος Δράκοντας, Μπελντάινε;» Αυτήν τη φορά, έκανε μια παύση για να ακούσει την απάντηση.

«Ναι». Η λέξη βγήκε σαν μακρόσυρτο σφύριγμα κι η Μπελντάινε έστρεψε το τρομαγμένο της βλέμμα στο πρόσωπο της Βέριν. «Ναι... αλλά πρέπει... να τον κρατήσουν... σε ασφαλές μέρος. Ο κόσμος... πρέπει να... γλιτώσει... απ’ αυτόν».

Ενδιαφέρον. Όλες τους είχαν πει πως ο κόσμος έπρεπε να γλιτώσει απ’ αυτόν· εκείνο που παρουσίαζε ενδιαφέρον ήταν όσες πίστευαν πως χρειαζόταν κι ο ίδιος προστασία. Είχε μείνει εμβρόντητη από τα λόγια ορισμένων από δαύτες.

Στα μάτια της Βέριν, η ύφανση που είχε φτιάξει έμοιαζε αρκετά με μια πρόχειρη, μπερδεμένη μάζα ημιδιάφανων ινών που έλαμπαν αδιόρατα, όλες μαζεμένες γύρω από το κεφάλι της Μπελντάινε, με τέσσερα νημάτια Πνεύματος να εξέχουν από το κουβάρι. Τράβηξε δυο από αυτά, αντικριστά το ένα από το άλλο, κι η μάζα διαλύθηκε ελαφρά, καταρρέοντας προς τα μέσα, σε κάτι που προσέγγιζε την τάξη. Τα μάτια της Μπελντάινε άνοιξαν διάπλατα, ατενίζοντας στο βάθος.

Σταθερά και χαμηλόφωνα, η Βέριν άρχισε να της δίνει οδηγίες. Έμοιαζαν περισσότερο με υποδείξεις, αν και με τον τρόπο που τις έλεγε φάνταζαν σαν προσταγές. Η Μπελντάινε έπρεπε να βρει κάποιον λόγο βαθιά μέσα της για να υπακούσει. Αν δεν το έκανε, τότε όλα θα πήγαιναν στράφι.

Με αυτές τις τελευταίες λέξεις, η Βέριν τράβηξε τα άλλα δύο νημάτια του Πνεύματος κι ο σωρός κατέρρευσε περισσότερο. Αυτήν τη φορά, πάντως, η κατάρρευση του φάνταζε ομαλή, ένα σχήμα πολύ πιο ακριβές και περίπλοκο κι από την πιο περίτεχνη δαντέλα, όπως επίσης κι ολοκληρωμένο, δεμένο από την ίδια πράξη που ενεργοποίησε τη συρρίκνωσή του. Αυτήν τη φορά, εξακολούθησε να απορροφάται από τον ίδιο του τον εαυτό, να μαζεύεται γύρω από το κεφάλι της Μπελντάινε. Αυτές οι αμυδρά λαμπερές ίνες βυθίστηκαν μέσα της και χάθηκαν. Τα μάτια της γύρισαν προς τα πίσω, μέσα στις κόγχες τους, ενώ η γυναίκα άρχισε να συσπάται, με τα μέλη της να τρέμουν. Η Βέριν την κρατούσε όσο πιο μαλακά γινόταν, αλλά το κεφάλι της Μπελντάινε τιναζόταν από τη μια πλευρά στην άλλη κι οι γυμνές της φτέρνες χτυπούσαν άγρια πάνω στα κιλίμια. Σύντομα, μόνο ο πλέον προσεκτικός Εντοπισμός θα μπορούσε να δείξει κατά πόσον είχε επιτευχθεί κάτι, αλλά ακόμα κι αυτός θα ήταν αδύνατον να αναγνωρίσει την ύφανση. Η Βέριν τον είχε δοκιμάσει πολύ προσεκτικά κι, από τη στιγμή που το έλεγε η ίδια, έτσι ήταν, μια και κανείς δεν την ξεπερνούσε στον Εντοπισμό.

Φυσικά, το θέμα δεν είχε να κάνει με τον αληθινό Καταναγκασμό όπως τον περιέγραφαν τα αρχαία κείμενα. Η ύφανση, έτσι μπαλωμένη καθώς ήταν, συνεχιζόταν με οδυνηρή βραδύτητα κι, επιπλέον, η ύπαρξη κάποιας αιτίας ήταν αναγκαία. Βοηθούσε πολύ αν το αντικείμενο της ύφανσης ήταν συναισθηματικά τρωτό, αλλά η εμπιστοσύνη ήταν απολύτως απαραίτητη. Ακόμα κι αν έπιανες κάποιον εξαπίνης, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αν έδειχνε δυσπιστία. Το γεγονός αυτό μείωνε αισθητά την αποτελεσματικότητα σε ό,τι αφορούσε ειδικά τους άντρες· ελάχιστοι ήταν οι άντρες που δεν έδειχναν καχυποψία απέναντι στις Άες Σεντάι.