Αλλά, ακόμα κι αν δεν έδινε κανείς σημασία στην έλλειψη εμπιστοσύνης, οι άντρες ήταν δυστυχώς πολύ κακά υποκείμενα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο. Οι πιο πολλές από αυτές τις υφάνσεις που έφτιαχναν τα κορίτσια προορίζονταν για τους πατέρες τους ή για διάφορους άλλους άντρες. Οποιοσδήποτε με ισχυρή προσωπικότητα ίσως άρχιζε να αναρωτιέται για τις πράξεις του —ή ακόμα και να τις ξεχνούσε, κάτι που δημιουργούσε άλλου είδους προβλήματα— αλλά, μια και σε όλα υπάρχει μια ισοδυναμία, οι άντρες ήταν ακόμα πιο επιρρεπείς. Πολύ πιο επιρρεπείς. Ίσως να έφταιγε πάλι η καχυποψία. Ωστόσο, υπήρχε ένας άντρας κάποτε, ο οποίος θυμόταν τις υφάνσεις που είχε δημιουργήσει γύρω του, αν όχι και τις οδηγίες που του είχε δώσει. Τι βάσανο κι αυτό! Δεν σκόπευε να το διακινδυνεύσει ξανά.
Τελικά, οι σπασμοί της Μπελντάινε ελαττώθηκαν, μέχρι που σταμάτησαν τελείως, κι η γυναίκα ανασήκωσε ένα βρώμικο χέρι στο κεφάλι της. «Τι—; Τι συνέβη;» ρώτησε, χωρίς να ακούγεται σχεδόν. «Λιποθύμησα;» Η λησμοσύνη ήταν ένα ακόμα θετικό σημείο της ύφανσης, όχι και τόσο απρόσμενο. Σε τελική ανάλυση, ο Πατέρας δεν πρέπει να θυμάται πως τον ώθησες με κάποιον τρόπο να σου αγοράσει εκείνο το ακριβό φόρεμα.
«Η ζέστη είναι ανυπόφορη», είπε η Βέριν, βοηθώντας τη να σηκωθεί ξανά. «Ένιωσα κι εγώ μια δυο φορές ζαλάδα σήμερα». Από κούραση, όχι από ζέστη. Το να χειρίζεσαι τόσο μεγάλη ποσότητα σαϊντάρ σε εξουθένωνε, ειδικά αν το είχες κάνει ήδη τέσσερις φορές σε μια μέρα. Το ανγκριάλ δεν εξουδετέρωνε τα αποτελέσματα από τη στιγμή που σταματούσες να το χρησιμοποιείς. Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει η ίδια το σταθερό της χέρι. «Νομίζω πως είναι αρκετό. Αν λιποθυμάς, ίσως σου βρουν να ασχοληθείς με κάτι μακριά από τον ήλιο». Η προοπτική δεν φάνηκε να χαροποιεί ιδιαίτερα την Μπελντάινε.
Τρίβοντας τη βάση της πλάτης της, η Βέριν έβγαλε το κεφάλι της από το άνοιγμα της σκηνής. Ο Κόραμ κι ο Μένταν σταμάτησαν το περίπλοκο παιχνίδι τους για άλλη μια φορά· δεν υπήρχε καμιά ένδειξη πως είχαν ακούσει κάτι, αλλά δεν θα στοιχημάτιζε και το κεφάλι της. Τους είπε πως τελείωσε με την Μπελντάινε και, σε δεύτερη σκέψη, πρόσθεσε πως θα επιθυμούσε άλλη μια κανάτα νερό, αφού η Μπελντάινε είχε αναποδογυρίσει τη δική της. Τα πρόσωπα των δύο αντρών σκοτείνιασαν κάτω από το μαύρισμά τους. Σίγουρα θα μετέφεραν την πληροφορία στη Σοφή που ήρθε για την Μπελντάινε. Ένας λόγος παραπάνω να καταλήξει σε κάποια απόφαση.
Ο ήλιος είχε δρόμο ακόμα μέχρι να βυθιστεί στον ορίζοντα, αλλά ο πόνος στη μέση της της υπενθύμιζε πως είχε έρθει η ώρα να σταματήσει για σήμερα. Ίσως είχε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με μία ακόμη αδελφή, αλλά σε αυτήν την περίπτωση το πρωί θα την έβρισκε εντελώς ξεθεωμένη. Η ματιά της έπεσε πάνω στην Ιργκαίην, η οποία βρισκόταν τώρα μαζί με τις γυναίκες που κουβαλούσαν καλάθια στους χειρόμυλους. Η Βέριν αναρωτήθηκε πώς θα είχε εξελιχτεί η ζωή της αν δεν ήταν τόσο περίεργη. Αν μη τι άλλο, θα είχε παντρευτεί τον Έντγουιν και θα είχε μείνει στο Φαρ Μάντιγκ αντί να πάει στον Λευκό Πύργο. Από την άλλη, μπορεί να ήταν νεκρή εδώ και καιρό, όπως και τα παιδιά που ποτέ δεν έκανε, και τα εγγόνια της επίσης.
Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, γύρισε την πλάτη της στον Κόραμ. «Μόλις επιστρέψει ο Μένταν, μπορείς να πεις στην Κολίντα πως θα επιθυμούσα να δω την Ιργκαίην Φάταμεντ;» Ο πόνος των μυών της την επόμενη μέρα θα ήταν μια μικρή τιμωρία για όσα υπέφερε η Μπελντάινε πάνω από εκείνο το χυμένο νερό, αλλά δεν το έκανε γι’ αυτόν τον λόγο, ούτε από απλή περιέργεια. Είχε ένα ακόμα έργο να επιτελέσει. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να διατηρήσει ζωντανό τον νεαρό Ραντ αλ’Θόρ μέχρι να έρθει η ώρα του.
Το δωμάτιο θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιο μεγαλόπρεπο παλάτι, μόνο που δεν είχε ούτε παράθυρα ούτε πόρτες. Η φωτιά στη χρυσαφιά μαρμάρινη εστία του τζακιού δεν παρείχε ζεστασιά, ενώ οι φλόγες δεν έκαιγαν τα κούτσουρα. Ο άντρας που καθόταν στο τραπέζι με τα επίχρυσα πόδια, στο κέντρο ενός μεταξωτού χαλιού, υφασμένου με απαστράπτοντα χρυσά και αργυρόχρωμα νήματα, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα διακοσμητικά στοιχεία αυτής της Εποχής. Ήταν απαραίτητα για λόγους εντυπωσιασμού· τίποτα περισσότερο. Όχι πως χρειαζόταν κάτι άλλο, πέρα από τον ίδιο τον εαυτό του, για να κάνει ακόμα και την πιο αλύγιστη υπεροψία να νιώσει δέος μπροστά του. Ονόμαζε τον εαυτό του Μοριντίν, και σίγουρα κανείς στο παρελθόν δεν δικαιούνταν περισσότερο από τον ίδιο να αυτοαποκαλείται Θάνατος.