Выбрать главу

Με αργές κινήσεις, απίθωσε και πάλι τον Ψαρά στην επιφάνεια του παιχνιδιού. Με εξίσου αργές κινήσεις, τα δάχτυλά του άρχισαν να ξετυλίγονται από το κουρ’σούβρα. Δεν υπήρχε καμιά ανάγκη ολέθρου. Ακόμα. Η παγερή ηρεμία αντικατέστησε την οργή σε χρόνο μηδέν. Δεν είχε προσέξει το αίμα και το κρασί που έσταζαν από το κομμένο του χέρι. Ίσως ο Ψαράς όντως να καταγόταν από ένα θολό απομεινάρι κάποιας μνήμης του Ραντ αλ’Θόρ, η σκιά μιας σκιάς. Δεν είχε σημασία. Συνειδητοποίησε πως γελούσε, και δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να σταματήσει. Πάνω στην επιφάνεια του παιχνιδιού, ο Ψαράς στεκόταν σε στάση αναμονής, αλλά στο ευρύτερο παιχνίδι ο αλ’Θόρ ήδη υπάκουε στις επιθυμίες του. Σύντομα πια... Ήταν πολύ δύσκολο να χάσεις ένα παιχνίδι, όταν έχεις παίξει και με τις δύο μεριές. Ο Μοριντίν γέλασε τόσο δυνατά, που στο πρόσωπό του κύλησαν δάκρυα, μα ο ίδιος δεν είχε συνείδηση της ύπαρξής τους.

1

Η Τήρηση της Συμφωνίας

Ο Τροχός του Χρόνου γυρίζει κι οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος· ακόμα κι ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που από μερικούς αποκαλείται η Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έφθασε, μια Εποχή από καιρό περασμένη, ένας άνεμος φύσηξε πάνω από το μεγάλο κι ανάγλυφο από βουνά νησί του Τρεμάλκινγκ. Ο άνεμος αυτός δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ήταν όμως μια αρχή. Ο άνεμος έπνευσε ανατολικά, στο Τρεμάλκινγκ, όπου οι ανοιχτόχρωμοι Αμαγιάρ καλλιεργούσαν τους αγρούς τους, έφτιαχναν όμορφα γυαλικά και πορσελάνες κι ακολουθούσαν την ειρηνική Οδό του Νερού. Οι Αμαγιάρ αγνοούσαν τον κόσμο πέρα από τα σκόρπια νησιά τους, μια κι η Οδός του Νερού διακήρυσσε πως αυτός ο κόσμος δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, ο αντικατοπτρισμός μιας πίστης. Ωστόσο, μερικοί παρακολούθησαν τον άνεμο να μεταφέρει σκόνη και θερινό καύσο από μέρη όπου θα έπρεπε να βασιλεύει ο ψυχρός χειμώνας και να πέφτουν βροχές, και θυμήθηκαν διηγήσεις που είχαν ακούσει από τους Άθα’αν Μιέρε. Διηγήσεις για έναν κόσμο πέρα από τον δικό τους και για την εκπλήρωση μιας προφητείας. Κάποιοι κοίταξαν προς το μέρος του λόφου όπου ένα ογκώδες πέτρινο χέρι ξεπηδούσε από τη γη κρατώντας μια αστραφτερή κρυστάλλινη σφαίρα, μεγαλύτερη από πολλά σπίτια. Οι Αμαγιάρ είχαν τις δικές τους προφητείες, μερικές εκ των οποίων αναφέρονταν στο χέρι και στη σφαίρα. Και στο τέλος των ψευδαισθήσεων.

Ο άνεμος ξεχύθηκε στη Θάλασσα των Καταιγίδων, ανατολικά, κάτω από έναν καυτό ήλιο, σε έναν ουρανό εγκαταλελειμμένο από σύννεφα, μαστιγώνοντας τις κορυφές πρασινωπών κυμάτων, δίνοντας μάχες με τους νοτιάδες και τους δυτικούς ανέμους, ψαλιδίζοντας τα αναβράζοντα νερά που στροβιλίζονταν κάτωθέ του. Δεν έμοιαζε με τις καταιγίδες στην καρδιά του χειμώνα —αν κι ο χειμώνας θα έπρεπε να είχε αρχίσει να υποχωρεί— ούτε με τις ισχυρότερες καταιγίδες του τέλους τού καλοκαιριού, αλλά με τους ανέμους και τα ρεύματα που εκμεταλλεύονταν οι θαλασσοπόροι για να περιπλέουν την ήπειρο, από το Τέλος του Κόσμου μέχρι το Μαγιέν κι ακόμη πιο πέρα, και πάλι πίσω. Ο άνεμος σφύριζε ανατολικά, πάνω από τον ωκεανό που αναδιπλωνόταν, όπου οι μεγάλες φάλαινες ξεπηδούσαν από το νερό αφήνοντας διάφορους ήχους, και τα ιπτάμενα ψάρια πετούσαν με τεντωμένα πτερύγια μήκους άνω των δύο δρασκελιών. Συνέχιζε την πορεία του, πότε ανατολικά και πότε σχηματίζοντας στροβίλους στα βόρεια, πάνω από μικρούς στολίσκους αλιευτικών που τραβούσαν τα δίχτυα τους στις ρηχές θάλασσες. Κάποιοι από τους ψαράδες κοιτούσαν με το στόμα ανοικτό και με τα χέρια άτονα πάνω στα δίχτυα μία τεράστια συστοιχία ψηλών αλλά και μικρότερων πλοίων, τα οποία κινούνταν αποφασιστικά κάτω από την πανίσχυρη ανάσα του ανέμου, διαλύοντας τα κύματα με τις πλατιές τους πλώρες, σκίζοντάς τα σχεδόν, με λάβαρό τους ένα χρυσό γεράκι που στα γαμψώνυχά του κρατούσε μια αστραπή, μια πλειάδα λαβάρων που κυμάτιζαν στον αέρα σαν οιωνοί επερχόμενης θύελλας. Ανατολικά, βόρεια κι ακόμα παραπέρα, κι ο άνεμος έφτασε τελικά στο φαρδύ και κατάμεστο από πλοιάρια λιμάνι του Έμπου Νταρ, όπου είχαν αγκυροβολήσει εκατοντάδες σκάφη των Θαλασσινών —όπως και σε κάμποσα άλλα λιμάνια— αναμένοντας διαταγές από τον Κοραμούρ, τον Εκλεκτό.

Ο άνεμος ούρλιαξε διασχίζοντας το λιμάνι, πετώντας από δω κι από κει μικρά και μεγάλα πλοία, διαπερνώντας την ίδια την πόλη, που άστραφτε πάλλευκη κάτω από τον αχαλίνωτο ήλιο με τους οβελίσκους, τα τείχη και τους θόλους με τους πολύχρωμους δακτυλίους, τους δρόμους και τις διώρυγες κι έσφυζε από τη θρυλική εργατικότητα του Νότου. Στροβιλίστηκε γύρω από τους λαμπερούς θόλους και τους ψηλόλιγνους πύργους του Παλατιού Τάρασιν, κουβαλώντας μαζί του την αρμύρα του αλατιού, ανασηκώνοντας τη σημαία της Αλτάρα —δύο χρυσές λεοπαρδάλεις σε κυανέρυθρο φόντο— καθώς και τα λάβαρα του ηγεμονικού Οίκου των Μίτσομπαρ, το Ξίφος και την Άγκυρα —πράσινο πάνω σε άσπρο. Δεν ήταν η ίδια η θύελλα· απλώς ένας προάγγελος επερχόμενων θυελλών.